Παραδοσιακά και προοδευτικά οικογενειακά μοντέλα, εγκλήματα με θύματα παιδιά, ιδεολογικές διαμάχες και ψυχοπαθολογία…
Σε διάφορες “ψυχολογικές” αναλύσεις των ημερών, διαβάζουμε ότι η παραδοσιακή – πατριαρχική οικογένεια αποτελεί συχνά το υπόστρωμα για εγκλήματα κατά των παιδιών και μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε ότι αυτού του τύπου η οικογένεια, παρόλο που ήταν ιστορικά “αναγκαία” και προσέφερε στα μέλη της την αυτοπεποίθηση των σαφώς προσδιορισμένων, ιεραρχημένων ρόλων, είχε πολλά και σοβαρά προβλήματα.
Το θέμα είναι ότι αυτού του τύπου η οικογένεια σήμερα δεν υφίσταται – τουλάχιστον όχι στην καθαρή της μορφή.
Στη σημερινή εποχή, ακολουθώντας τις οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις και συγχρόνως υπό την πίεση του φεμινισμού, το (ετεροφυλόφιλο) οικογενειακό σύστημα έχει φιλελευθεροποιηθεί, οι σχέσεις των μελών είναι κατά κύριο λόγο συναισθηματικού τύπου, ενώ η εστίαση είναι κατά βάση παιδοκεντρική, υποστηριζόμενη μάλιστα από πλειάδα ειδικών (σχολές γονέων, κοινωνικοί λειτουργοί, παιδοψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί και κάθε λογής άλλοι ειδικοί).
Στη μετάβαση από το ένα μοντέλο οικογένειας στο άλλο, στην οποία βρίσκεται σήμερα η ελληνική κοινωνία, όπου αξίες από το παλιό και το καινούργιο συνυπάρχουν, διαπλέκονται και συγκρούονται, μικρά και μεγάλα δράματα εξελίσσονται.
Μία μητέρα που με πλήρη καταλογισμό σκοτώνει το παιδί της δεν εντάσσεται σε κανένα από τα δύο ψυχοκοινωνικά μοντέλα, καταλύει τις αξίες και των δύο μορφών οργάνωσης της οικογενειακής ζωής: και τα μητρικά καθήκοντα της παραδοσιακής οικογένειας και την πρωτοκαθεδρία του παιδιού της σύγχρονης οικογένειας – εξού και η φρίκη και ο αποτροπιασμός σύσσωμης της κοινωνίας. Συντηρητικοί και προοδευτικοί φρίττουν οι μεν μπροστά στην αποτυχία της μητέρας να εκπληρώσει τον παραδοσιακό της ρόλο, οι δε μπροστά στη συλλογική αποτυχία της κοινωνίας να προστατέψει τα άτομα και τα παιδιά.
Οι ιδεολογικές διαμάχες που ξεσπούν με αφορμή τέτοια περιστατικά κινούνται, όπως πάντα, γύρω από την υπεράσπιση διαφορετικών αξιών και πεποιθήσεων, διαφορετικής κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου και διαφορετικών προτάσεων για πολιτική δράση, παρόλο που συμφωνούν προφανώς στο αποτρόπαιο της πράξης, την οποία κανένα μοντέλο δεν προβλέπει.
Πέρα από τις ιδεολογικές διαφωνίες, φαίνεται να είναι κοινός τόπος ότι, μεταξύ άλλων, φτάνει στο σημείο να σκοτώσει τα παιδιά του ένας άνθρωπος μη επαρκώς κοινωνικοποιημένος ή, αλλιώς, ένας άνθρωπος που δεν έχει εσωτερικεύσει επαρκώς ένα συνεκτικό αξιακό σύστημα που απαγορεύει τη δολοφονία παιδιών.
Μία τέτοια κοινή παραδοχή σημαίνει ότι δεν αρκεί να βασιζόμαστε (ως κοινωνικό σώμα) στο ότι ο γονιός θα κρατήσει τα παιδιά του στη ζωή μόνο από αγάπη ή κάποιο άλλο συναίσθημα προς εκείνα, αλλά ότι θα το κάνει επειδή του το υπαγορεύει ένας εσωτερικευμένος ηθικός Νόμος.
Εφόσον συμφωνήσουμε ότι, παρά τη διαφαινόμενη σχετικοποίηση των αξιών της μετανεωτερικής εποχής που διανύουμε, ο Νόμος αυτός είναι απαραίτητος τότε μπορούμε και να συζητήσουμε σε ποιες αξίες θα πρέπει να βασίζεται αυτός ο Νόμος. Πρέπει να είναι ο (παλιός) νόμος του Πατέρα, ο (καινούργιος) νόμος της Μητέρας ή ο (ακόμα πιο καινούργιος) νόμος του (γνωστού από τα μνημόνια, την πανδημία και αλλού) “Ειδικού” στον οποίο εν τέλει οφείλουμε να παραδώσουμε τα παιδιά;
Στα αμιγώς ψυχολογικά, ο ισχυρισμός που διατυπώθηκε παραπάνω ότι κάποιος διαπράττει έγκλημα λόγω ανεπαρκούς κοινωνικοποίησης είναι σύμφωνος και με τη θεώρηση της κοινωνικής δυσπροσαρμοστικότητας ως ψυχοπαθολογίας (όπως είναι η λεγόμενη αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας), σύμφωνος δηλαδή με μια κοινωνικά κατασκευασμένη ψυχοπαθολογία – πράγμα όμως που μπορεί να μη είναι πάντα κακό.
No comment yet, add your voice below!