Skip to content

Ναρκισσιστικές Φαντασιώσεις ή Πραγματικότητα; Μια Ιστορία Θεραπείας

Στην ιστορία που ακολουθεί ξεδιπλώνεται η θεραπευτική εμπειρία μιας γυναίκας που, παράλληλα με τον προσφιλή της ναρκισσιστικό τρόπο ύπαρξης, αποτολμά να συνομιλήσει με εναλλακτικούς τρόπους να υπάρχει σε σχέση με τον εαυτό της, τους άλλους, την κοινωνία και, πιο υπαρξιακά, την ίδια τη ζωή.

[Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης: 35-40 λεπτά]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Εισαγωγή

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ιδίως μέχρι τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, χαρακτηρίζεται πολύ συχνά ως “ναρκισσιστικός”. Η ακραία εξατομίκευση, ο υπέρμετρος καταναλωτισμός, γενικά οι λεγόμενες ηδονιστικές στάσεις ζωής μαζί με την εμμονή στο “φαίνεσθαι” που προωθούνται από τα ΜΜΕ και τα social media διαμορφώνουν, όπως λέγεται, συνειδήσεις και συμπεριφορές που προσιδιάζουν σε αυτό που ψυχιατρικά ονομάζεται “ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας”. Ο κοινωνιολόγος Christopher Lasch στο επιδραστικό βιβλίο του Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού, ήδη από το 1979, υποστήριζε ότι: “Ο ναρκισσισμός φαίνεται ρεαλιστικά πως αντιπροσωπεύει τον καλύτερο τρόπο για ν’ αντιμετωπίσουμε τις εντάσεις και τα άγχη της σύγχρονης ζωής, και συνεπώς οι κρατούσες κοινωνικές συνθήκες τείνουν ν’ αναδείξουν ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά που υπάρχουν, σε διαφορετικό βαθμό, στον καθένα μας” (1979, 60).

Σημείωση: Το παρόν κείμενο βασίζεται στη συσσωρευμένη κλινική μου εμπειρία. Ωστόσο, για τη διαφύλαξη του θεραπευτικού απορρήτου, επιμέρους πληροφορίες, καταστάσεις και πρόσωπα είναι προϊόντα μυθοπλασίας.

2. Η γέννηση του νάρκισσου ή αλλιώς η συγκρότηση μιας ναρκισσιστικής αυτοεικόνας

Η πρώτη επαφή – γνωριμία

Η πρώτη φορά που συναντήθηκα στο γραφείο μου με την Αναστασία ήταν το φθινόπωρο του 2022, όταν εκείνη, στα 28 της χρόνια, εκπονούσε το διδακτορικό της στην κοινωνική ανθρωπολογία. Έμαθε τυχαία για μένα από ένα άρθρο μου που διάβασε στο διαδίκτυο για τους δεσμούς αποφευκτικού τύπου (κατά Bowlby). Αυτό ήταν εξάλλου και το βασικό της “αίτημα”: να συζητήσει τη σχέση της με έναν άνθρωπο τον οποίο η ίδια χαρακτήρισε “μη διαθέσιμο” και “απορριπτικό”.

Ήταν η πρώτη της θεραπευτική εμπειρία, αλλά είχε ήδη διαμορφωμένο ένα αρκετά επεξεργασμένο σχήμα γύρω από τι υποτίθεται περιλαμβάνει μια ψυχοθεραπεία, καθώς όπως με ενημέρωσε ήδη από την αρχή: “Έχω διαβάσει πολύ γύρω από την ψυχολογία και τη θεραπεία”. Ο τρόπος ομιλίας της ήταν έντονα διανοητικοποιημένος, με συνεχείς αναφορές σε ποικίλες θεωρητικές έννοιες και αυθεντίες, καθιστώντας ολοφάνερο ότι ήταν ιδιαιτέρως ευφυής και σημαντικά “διαβασμένη”. Εξίσου ολοφάνερη ήταν και η αγωνία της να πει τα “σωστά” πράγματα: “Φοβάμαι μήπως ξεστομίσω τίποτα άκυρο ή καμιά βλακεία”, έλεγε συχνά. Το συναίσθημά της σε γενικές γραμμές ήταν αρκετά ελεγχόμενο αν και κάποιες φορές φαινόταν ιδιαίτερα αγχωμένη και κάποιες άλλες κάπως θλιμμένη.

Το παρουσιαστικό της ήταν ελκυστικό και η εμφάνισή της αρκετά φροντισμένη αλλά με έναν τρόπο ανεπιτήδευτο: ενώ ήταν φανερό ότι προσπαθούσε πολύ για την εικόνα της, ήταν σημαντικό για εκείνη να προβάλλει ένα στυλ επιμελώς ατημέλητο.

Οικογένεια καταγωγής ή αλλιώς «Οι Φυλακές της Παιδικής μας Ηλικίας»

Μέχρι τα 18 της χρόνια, πού ήρθε για σπουδές στην Αθήνα, η Αναστασία ζούσε στο πατρικό της στη Βόρεια Ελλάδα. Περιέγραψε την οικογένειά της ως κλασική παραδοσιακή οικογένεια και πρότυπο στα μάτια συγγενών και φίλων, με τους γονείς της να είναι αγαπημένοι μεταξύ τους και να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες της ίδιας και των δύο μεγαλύτερων αδερφών της σε ό,τι αφορούσε το πρακτικό/υλικό επίπεδο. Με τα αδέρφια της, Κωνσταντίνο και Χρήστο, που είχαν ήδη τελειώσει τις σπουδές τους και εργάζονταν στο αντικείμενό τους με πολύ καλές απολαβές, είχε θερμές σχέσεις χωρίς όμως να λείπουν κάποιες φορές οι εντάσεις μεταξύ τους. “Τα αδέρφια μου, ως αγόρια, απολάμβαναν προνόμια που εγώ δεν είχα, εκείνοι δεν συμμετείχαν καθόλου στις δουλειές του σπιτιού, ενώ εγώ έπρεπε να στρώνω ακόμα και τα δικά τους κρεβάτια”, είπε κάποια στιγμή εμφανώς εκνευρισμένη.

Η μητέρα της, που είχε τελειώσει τη λεγόμενη τότε ΑΣΟΕΕ, διατηρούσε τη δική της ατομική επιχείρηση, ενώ ο πατέρας της, απόφοιτος λυκείου, ήταν δημόσιος υπάλληλος. Η Αναστασία θυμάται πάντα τη μητέρα της ως “μια χαρούμενη, δραστήρια και πολύ κοινωνική γυναίκα”, η οποία φρόντιζε ιδιαιτέρως την εμφάνιση της και πρόσεχε πολύ το βάρος της. “Οι Ελληνίδες πρέπει να προσέχουμε πολύ με το φαγητό”, έλεγε η μαμά της, “εμείς δεν είμαστε σαν τις Βορειοευρωπαίες που είναι στεγνές, με στενή λεκάνη και δύο μέτρα πόδια”. Παρότρυνε την Αναστασία να είναι εξωστρεφής και κοινωνική και όταν εκείνη αντιδρούσε, την απόπαιρνε: “μα να μη μου μοιάζεις καθόλου, σαν να μην είσαι δικό μου παιδί, όλα από τον πατέρα σου τα έχεις πάρει”. Είχε υψηλές βλέψεις για την Αναστασία (“εμένα η κόρη μου θα γίνει μεγάλη και τρανή μια μέρα”) και ήταν πολύ υπερήφανη όταν εκείνη έφερνε καλούς βαθμούς, απολαμβάνοντας το κύρος και την αναγνώριση που προσέδιδαν στην ίδια οι άριστες επιδόσεις της κόρης της.

Όσο για τη σωματική επαφή, η Αναστασία θυμάται ότι η μαμά της σπανίως την αγκάλιαζε ή τη φιλούσε, αλλά συχνά πυκνά ζητούσε από την Αναστασία να της χτενίσει τα μαλλιά, κάτι που εκείνη έκανε όχι όμως χωρίς να βαριέται ή και να νιώθει άβολα μερικές φορές, ιδίως όσο μεγάλωνε.

...είχε αρχίσει να διαμορφώνει μια αντιφατική αυτοεικόνα, με τον έναν γονιό να υπογραμμίζει τη μεγάλη αξία της και τον άλλο να την υποτιμά και να της λέει ότι δεν είναι ικανή για τίποτα.

Σε αντίθεση με τη μητέρα της, ο πατέρας της ήταν απόμακρος, εσωστρεφής (“μονόχνοτο” και “αντικοινωνικό” τον χαρακτήριζε η Αναστασία) και κάπως καταθλιπτικός. Απαιτούσε από τα παιδιά του να είναι εργατικά και “σωστοί άνθρωποι στην κοινωνία”, αξίες που βρίσκονταν σε συμφωνία με τις αυστηρές αρχές με τις οποίες είχε γαλουχηθεί. Με εμφανές σφίξιμο στο πρόσωπό της, η Αναστασία περιέγραψε ότι ο μπαμπάς της γινόταν επιθετικός και λεκτικά βίαιος και προς τα τρία του παιδιά οποτεδήποτε έκρινε ότι εκείνα απέκλιναν από τους κανόνες του. Χαραγμένη της έχει μείνει η φράση που της επαναλάμβανε ο πατέρας της κουνώντας περιφρονητικά το κεφάλι του οποτεδήποτε εκείνη έπαιζε ή τεμπέλιαζε, ότι “με τέτοια μυαλά που έχεις, χαμένη θα πας”. “Ούτε ξέρω πόσες φορές το έχω ακούσει, όποτε τολμάω να κάνω αυτό που πραγματικά επιθυμώ, έρχεται μια φωνή και με κατακεραυνώνει ότι εγκαταλείπω τα μεγάλα για να ασχοληθώ με τα μικρά”. Όποιες και αν ήταν οι επιδόσεις της (στις δουλειές του σπιτιού, στα μαθήματα, στην κοινωνική της συμπεριφορά) ο πατέρας της δεν έμενε ικανοποιημένος και η Αναστασία δεχόταν συνεχείς φωνές, επικρίσεις και απόρριψη.

Παρόλο που καταφανώς η Αναστασία είχε ήδη αρχίσει από τότε να διαμορφώνει μια αντιφατική αυτοεικόνα, με τον ένα γονιό να υπογραμμίζει τη μεγάλη αξία της και τον άλλο να την υποτιμά και να της λέει ότι δεν είναι ικανή για τίποτα, η ίδια δεν έδειχνε να θλίβεται ή να θυμώνει ή έστω να αποδίδει κάποια σημασία σε αυτή την αντίφαση. Όπως ανέφερε συχνά: “μπορεί να είχαν τα στραβά τους και οι δύο, αλλά ιδίως στο κομμάτι το πρακτικό δεν μπορώ να τους κατηγορήσω, έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν, δεν στερηθήκαμε τίποτα”.

Το ναρκισσιστικό πλήγμα: Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας

Μου εξομολογήθηκε ότι από μικρή είχε φαντασιώσεις περί “ιδανικού και απόλυτου έρωτα” και ότι, αρχικά τουλάχιστον, θεώρησε ότι ο άνθρωπος με τον οποίο σχετιζόταν τότε ήταν ο έρωτας της ζωής της. Προς μεγάλη της απογοήτευση και συντριβή όμως δεν είχαν “κανονική σχέση” επειδή εκείνος, θεωρώντας τη μονογαμία επιβολή και κατάλοιπο της πατριαρχίας, δήλωνε πολυσυντροφικός με αποτέλεσμα οι συναντήσεις τους να γίνονται κατά κύριο λόγο μεταμεσονύχτιες ώρες κυρίως για να κάνουν σεξ στο σπίτι του.

“Ήρθα να μιλήσουμε για τον ναρκισσισμό του”, θυμάμαι να μου λέει στην πρώτη μας συνάντηση και η δική μου απόκριση, ειλικρινής μεν αλλά μάλλον αδικαιολόγητα πρόωρη, την προκάλεσε: “Ήρθες να μιλήσουμε για τον δικό του ναρκισσισμό ή μήπως για τον δικό σου;“. Δύο χρόνια και 65 συνεδρίες αργότερα, η ίδια η Αναστασία μου υπενθύμισε αυτή τη στιχομυθία αναγνωρίζοντας ότι: “Είχες πέσει μέσα τότε, μου φάνηκε άστοχο και ενοχλητικό βέβαια, σχεδόν deal breaker, αλλά ήταν σωστό, τώρα το καταλαβαίνω”. 

Στα μάτια της εκείνος ο άντρας ήταν πολύ σπουδαίος: δέκα χρόνια μεγαλύτερός της,  επαγγελματικά ασχολούμενος με διάφορες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, κατά δήλωσή του ανήκε στον “αντιεξουσιαστικό” χώρο, κοινωνικά δημοφιλής και επιθυμητός από τις γυναίκες. Η Αναστασία τον θαύμαζε επειδή εκείνος είχε καταφέρει να ζει “εναλλακτικά” και “αντισυμβατικά”. Μπροστά του εκείνη ένιωθε πολύ μικρή, πολύ λίγη, πολύ συνηθισμένη και πολύ συντηρητική. Είχε πάθει εμμονή με τον συγκεκριμένο άντρα αλλά και με την πρώην σύντροφό του, τη μοναδική μονογαμική σχέση στο παρελθόν του, η οποία ήταν ντοκιμαντερίστρια και η Αναστασία, κρυφοκοιτάζοντας με τις ώρες το προφίλ της στα social media ένιωθε να απελπίζεται και να αισθάνεται μειονεκτικά συγκρινόμενη με εκείνη που ήταν τόσο “μποέμ και cool τύπισσα”. Γενικά συγκρινόταν διαρκώς με άλλες γυναίκες που, στα μάτια της, είχαν μεγάλη κοινωνική αξία. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά: “Τις ζηλεύω που εκείνες απορρίπτουν τους άντρες αντί να δέχονται απόρριψη και που μπορούν να έχουν όποιον επιθυμούν”.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Πολλά από εκείνα που μας πληγώνουν ή μας στεναχωρούν σε σχέση με την απόρριψη, τις περισσότερες φορές δεν έχουν σχέση με εμάς προσωπικά ή με την αξία μας.

Αυτό που Νιώθω ως Απόρριψη δεν είναι πάντα Απόρριψη

Στο γνωστό ερώτημα “γιατί τώρα;”, γιατί δηλαδή η Αναστασία επέλεξε να έρθει για θεραπεία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ήταν φανερό ότι η απόρριψη του συγκεκριμένου άντρα επέφερε κάποιου είδους “ναρκισσιστικό πλήγμα” γκρεμίζοντας τη μάλλον εύθραυστη εικόνα που διατηρούσε για τον εαυτό της (ως κάποια που έχει αξία και ταλέντα ως άνθρωπος) και επιβεβαιώνοντας τους χειρότερους φόβους της (ότι είναι άχρηστη και ανάξια). Το μοτίβο “κρύο-ζέστη” που χαρακτήριζε τη συγκεκριμένη σχέση παρόλο που ολοφάνερα την ταλαιπωρούσε, θα έλεγε κανείς ότι της ασκούσε κάποια γοητεία, της προκαλούσε κάποιου είδους διέγερση. Επιπλέον, το συγκεκριμένο μοτίβο λειτουργούσε ως βαρόμετρο της αυτοεκτίμησης της: όταν εκείνος την έπαιρνε τηλέφωνο προσκαλώντας την σπίτι του εκείνη ένιωθε την αυτοεκτίμησή της να μεγαλώνει, ενώ όταν εκείνος εξαφανιζόταν την επόμενη μέρα η αυτοεκτίμησή της γκρεμιζόταν στα τάρταρα. Η άρνηση αυτού του άντρα να αναγνωρίσει την αξία της και συνακόλουθα να ανταποκριθεί στις συναισθηματικές ανάγκες της ανακίνησε μέσα της συναισθήματα θλίψης, ήττας, ανικανότητας και αποτυχίας. “Νιώθω απορριπτέα”, μου είπε στη δεύτερη συνεδρία, “μάλλον είμαι προβληματική γι’ αυτό με απορρίπτουν, αυτή είναι η μοίρα μου”.

Πού ανήκω;

Στις πρώτες συνεδρίες, εκτός από την ερωτική της απογοήτευση που μονοπωλούσε σχεδόν τις συζητήσεις μας , αναφέρθηκε και σε άλλους τομείς της ζωής της και σε πράγματα που κατά καιρούς είχε εμπλακεί, όπου στα περισσότερα έπειτα από ένα ενθουσιώδες πέρασμα κατέληξε να βιώσει απογοήτευση και να τα εγκαταλείψει απομυθοποιώντας τα.

Όντας φοιτήτρια στο δεύτερο έτος, συμμετείχε με μεγάλο ενδιαφέρον στη θεατρική ομάδα της σχολής. Μετά τον πρώτο καιρό ένιωσε ότι δεν τηρείται η αξιοκρατία, ότι άλλα άτομα έπαιρναν τους καλύτερους ρόλους στις παραστάσεις και ελάμβαναν περισσότερη προσοχή, παρόλο που η ίδια ένιωθε πολύ καλύτερή τους. Μιλώντας για την εμπειρία της στη θεατρική ομάδα μου είπε αστειευόμενη: “Μη νομίζεις, την έχω και εγώ τη δόση μου, δεν λένε ότι πρέπει να είσαι λίγο ψώνιο για να ασχοληθείς με το θέατρο;”.

Τα επόμενα χρόνια βρέθηκε ενταγμένη σε μία αριστερίστικη συλλογικότητα όπου συμμετείχε πάλι με ενθουσιασμό θεωρώντας ότι βρήκε επιτέλους ανθρώπους πραγματικά άξιους να συναναστρέφεται. Έπειτα από μερικά άβολα περιστατικά που βίωσε με κάποιους άντρες εκεί (“χυδαία πεσίματα” τα χαρακτήρισε), εγκατέλειψε αηδιασμένη την παράταξη εξηγώντας μου ότι: Το παίζουν ‘ιδεολόγοι’ και ‘φεμινιστές’ και μιλούν τάχα για ‘σεξουαλική ισότητα και απελευθέρωση’ και, εκτός του ότι παραγκωνίζουν τις γυναίκες σε όλες τις δράσεις, στην ουσία προσπαθούν να σε πείσουν να κάνεις σεξ μαζί τους ακριβώς όπως οι μισογύνηδες ‘δεξιοί’”.

Η κοινωνική εξωστρέφεια της Αναστασίας, πάντως, ήταν μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Είχε και μια ιδιαίτερα μοναχική πλευρά, δεν είχε πολλούς ή στενούς φίλους ή φίλες, της άρεσε να περνάει χρόνο μόνη της κυρίως διαβάζοντας με τις ώρες, βλέποντας τηλεοπτικές σειρές και, όπως έμαθα ένα χρόνο αργότερα, καταφεύγοντας συχνά πυκνά σε υπερφαγικά επεισόδια.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Μια θεραπευτική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις έμφυλες ανισότητες και αντιλαμβάνεται τα “ψυχολογικά προβλήματα” περισσότερο ως τρόπους διαχείρισης αντίξοων καταστάσεων παρά ως ενδείξεις ενδοψυχικής δυσλειτουργίας.

Φεμινιστική Προσέγγιση

Ποια είμαι;

Κάπου στις πρώτες συνεδρίες ανέφερε ότι μερικές φορές νιώθει κάπως απομακρυσμένη ή αποσυνδεδεμένη από τον εαυτό της, κάπως σαν μια αίσθηση αποπροσωποποίησης που θυμάται να τη συνοδεύει ήδη από τα 17 της χρόνια αλλά που δεν μπορούσε να την περιγράψει με λεπτομέρειες ή σε μεγαλύτερο βάθος. Ανέφερε επίσης ότι συχνά δυσκολεύεται να διαχειριστεί το άγχος της (ιδίως εκείνο που συνδεόταν με τον φόβο ότι οι άλλοι θα αντιληφθούν ότι “κάτι δεν πάει καλά” με εκείνη) ότι βιώνει ψυχοσωματικές ενοχλήσεις (πόνους στην πλάτη και δυσκολίες με το έντερο) και έντονη επιθυμία να είναι πάντα αρεστή και ενδιαφέρουσα στους άλλους (ακόμα και σε αγνώστους), κάτι που όπως είπε την είχε κουράσει πολύ.

Εξαιτίας του οικογενειακού της ιστορικού αλλά και ως αντιπροσωπευτικό δείγμα ανθρώπου της εποχής της έμοιαζε να έχει πιστέψει ότι “μπορεί να κάνει τα πάντα εφόσον το θελήσει”. Από τη μία, είχε λάβει από τους γονείς της το μήνυμα ότι “εσύ, αντίθετα με εμάς, μπορείς να φτάσεις στο ανώτερο σκαλί της κοινωνικής κλίμακας, να ξεφύγεις από την επαρχία, να ζήσεις μια συναρπαστική ζωή”. Από την άλλη, είχε μυηθεί στις κυρίαρχες ιδεολογίες περί “ισότητας ευκαιριών” και “ατομικών ανθρώπινων δικαιωμάτων” λαμβάνοντας πάλι το μήνυμα ότι “δικαιούσαι να αποκτήσεις οτιδήποτε θελήσεις στη ζωή κι αν κάτι μπορεί να σε εμποδίσει είναι μόνο ο εαυτός σου”. Είχε δηλαδή μεγαλώσει και εκπαιδευτεί εμποτισμένη με μια κοινωνικά κατασκευασμένη ψευδή αίσθηση ότι δεν (θα έπρεπε να…) υπάρχουν βιολογικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί ή άλλοι περιορισμοί στο πόσα μπορεί να είναι ή να έχει κανείς.

Με την Αναστασία, έχουμε συναντηθεί συνολικά 102 φορές σε διάστημα 2,5 χρόνων, με συχνότητα συναντήσεων, κατά τα πρώτα 2 έτη, μία φορά την εβδομάδα. Σημειωτέον ότι τους πρώτους έξι μήνες πρότεινε να συναντιόμαστε δύο φορές την εβδομάδα επειδή “μία συνάντηση μου φαίνεται πολύ λίγο, δεν μου φτάνει ο χρόνος”. Στο σήμερα η θεραπευτική μας σχέση συνεχίζεται οποτεδήποτε η Αναστασία κρίνει ότι το χρειάζεται και έχει νόημα για την ίδια.

2. Περιγραφικές και θεωρητικές απόπειρες κατανόησης του ναρκισσιστικού βιώματος

Ασυμφωνίες στην εικόνα του εαυτού, τελειοθηρία και αίσθηση κενού

Η Αναστασία είχε δεχτεί από το κοινωνικό της περιβάλλον διπλά μηνύματα ως προς την κοσμοθεωρητική και ιδεολογική της συγκρότηση με αποτέλεσμα να βιώνει σύγχυση μεταξύ διαφορετικών κοσμοαντιλήψεων: από τη μία απέδιδε μεγάλη αξία σε συγκεκριμένα “προοδευτικά” ιδεολογικά προτάγματα (π.χ. ανθρώπινα δικαιώματα, πολιτική ορθότητα), από την άλλη αδυνατούσε να γυρίσει την πλάτη στις “ευκαιρίες αυτοπραγμάτωσης και κοινωνικής ανόδου” που υποτίθεται προσφέρει το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα: επιτυχία, χρήμα, κοινωνική διάκριση.

Είχε μεγάλη ανάγκη να νιώσει σημαντική και είχε μάθει, όπως άλλωστε και πολλές άλλες γυναίκες, ότι ένας τρόπος να το καταφέρει αυτό θα ήταν να την επιλέξει ένας “σημαντικός”, δύσκολος άντρας. Παραδεχόταν εξάλλου ότι καθόριζε την αξία της με βάση τη γνώμη των άλλων. Συχνά κατακλυζόταν από συναισθήματα φθόνου (για γνωστούς άλλους αλλά και για αγνώστους π.χ. διάσημους). Κατέληγε μάλιστα στο άλλο άκρο να περιφρονεί εκείνους που θεωρούσε ότι έχουν όσα εκείνη δεν έχει, αναπτύσσοντας ιδιαίτερη ανταγωνιστικότητα κυρίως με τις άλλες γυναίκες.

Οι γονείς της, αντί για ενσυναίσθηση και υποστήριξη, της εξέφραζαν αναγνώριση όταν ήταν τέλεια, και αδιαφορία ή υποτίμηση όταν ήταν κάτι λιγότερο από τέλεια. Ταξινομούσε τον εαυτό της αλλά και τους άλλους με όρους συγκριτικής αξίας (ποιος είναι “καλύτερος” από εμένα, ποιο είναι το “καλύτερο” πανεπιστήμιο κ.λπ.), ενώ όταν βίωνε κάποια “αποτυχία” συμπέραινε ότι ήταν ελαττωματική ως άνθρωπος. Είχε μεγάλη δυσκολία να συμβιβαστεί με την κατηγορία “αρκετά καλή” και πίστευε ακράδαντα ότι αν δείξει πραγματικά ποια είναι θα δεχτεί απόρριψη και ταπείνωση.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Ο απεγνωσμένος και καταδικασμένος σε αποτυχία τρόπος με τον οποίο αναζητούμε στην ενήλικη ζωή την αγάπη, ως αποτέλεσμα της έλλειψης αποδοχής από τους πρώτους σημαντικούς άλλους.

Αν με Αγαπήσεις θα Σημαίνει ότι Αξίζω Κάτι

Προσπαθώντας να αναπληρώσει την πεποίθηση ότι ο εαυτός της, ως αναπόφευκτα ατελής, είναι περιφρονητέος κατέφευγε στην τελειοθηρία και όταν δεν ανταποκρινόταν στα υψηλά πρότυπα που η ίδια έθετε για τον εαυτό της απελπιζόταν. Η βασική προβληματική ήταν πάντα ίδια: “Είμαι σπουδαία και προορίζομαι για σπουδαία πράγματα αλλά η πραγματικότητα με διαψεύδει”, ενώ μόνιμο φόβητρο στο κεφάλι της ήταν η επικριτική φωνή των γονιών της: “Έχεις τόσες δυνατότητες Αναστασία, είναι κρίμα να τις χαραμίζεις”.

Θύμιζε πολύ τα παιδιά που περιγράφει η Alice Miller στο βιβλίο της Οι Φυλακές της Παιδικής μας Ηλικίας (2010), τα οποία όντας ιδιαίτερα χαρισματικά (έξυπνα, όμορφα, με έφεση στο διάβασμα και άλλες δραστηριότητες) χρησιμοποιούνται ως “ναρκισσιστικά εξαρτήματα” από τους γονείς προκειμένου οι ίδιοι να αντλήσουν λάμψη μέσα από εκείνα με αποτέλεσμα τα παιδιά να βιώνουν αντίφαση ανάμεσα στο να αντλούν αποδοχή όταν εμφανίζονται ως “εξαιρετικά” και να δέχονται απαξίωση όταν εμφανίζονται ως “κανονικά”, συνηθισμένα παιδιά.

Συχνά βίωνε μια παρατεταμένη ανία που έπαιρνε διαστάσεις κενού και απουσίας νοήματος. Ως αναπλήρωση προσπαθούσε να αντλήσει εύκολη και γρήγορη επιβεβαίωση από εξωτερικούς παράγοντες καλύπτοντας “επιφανειακές” ανάγκες (για ομορφιά, θαυμασμό, κοινωνικό κύρος) και μάλιστα μερικές φορές με έναν τρόπο εγωκεντρικό και αδιάφορο ως προς τα όρια, τις ανάγκες και τα συναισθήματα των άλλων, με το σκεπτικό ότι: “Αφού κατά βάθος είμαι πεπεισμένη ότι δεν θα λάβω φροντίδα και αγάπη, θα προσπαθήσω τουλάχιστον να αποσπάσω το χειροκρότημα”.

"Αφού δεν πρόκειται να λάβω φροντίδα και αγάπη, θα προσπαθήσω τουλάχιστον να αποσπάσω το χειροκρότημα".

Παρά την εικόνα που προσπαθούσε να προβάλλει προς τα έξω, εσωτερικά η αυτοεκτιμηση της ήταν πολύ εύθραυστη και η ταυτότητά της περιελάμβανε συναισθήματα ανεπάρκειας, ντροπής και κατωτερότητας. Ενώ επιθυμούσε διακαώς τη σύνδεση με τους άλλους, ο φόβος ότι θα ταπεινωθεί και θα απορριφθεί αν γίνουν φανερές οι ατέλειες της, την έκανε να αισθάνεται άβολα με την εγγύτητα.

Οι βασικές της “άμυνες” ήταν η διανοητικοποίηση και η αποφυγή. Με την αποφυγή κατάφερνε να απομακρύνεται από δυσάρεστες αισθήσεις και να γλυτώνει τις δοκιμασίες της πραγματικότητας. Μπορούσε να φαντασιώνεται ότι είναι καλύτερη από τους άλλους, αλλά απέφευγε να περάσει στην πράξη από φόβο ότι θα αποδειχθεί έμπρακτα η αναξιότητά της (“αν απορριφθεί η αίτηση μου για δουλειά θα σημαίνει ότι δεν αξίζω”). Η δε προσφυγή στις διάφορες διανοητικές κατασκευές συνέβαινε στα πλαίσια της προσπάθειάς της να οικοδομήσει μια σταθερή και συνεκτική αίσθηση εαυτού που απουσίαζε (“είμαι προοδευτική, είμαι φεμινίστρια, είμαι αντισυμβατική”).

Κατανόηση με προσωποκεντρικούς και υπαρξιακούς όρους

Συνολικά, θα λέγαμε ότι η τάση της Αναστασίας προς εντυπωσιασμό και οι απαιτήσεις της για προσοχή, η δυσκολία της να λάβει και να δώσει αγάπη μαζί με τη δυσκολία στην ενσυναίσθηση, η αίσθηση κενού και απουσίας νοήματος, σε συνδυασμό με τη σύγχυση στην ταυτότητα και την εύθραυστη αυτοεκτίμηση παρέπεμπαν σε ναρκισσιστική προβληματική. [1]

Η εμπειρία του να μην έχει λάβει συναισθηματική τροφή ως παιδί, καθιστούσε την Αναστασία ανίκανη να τη δεχτεί και ως ενήλικη (πόσο μάλλον που φαινόταν να μην έχει καν επίγνωση τι είναι αυτό). Εμπειρίες όπως ο ανεκπλήρωτος έρωτας που την έφερε στην θεραπεία, διαιώνιζαν τη συναισθηματική στέρηση και την υποκείμενη αίσθηση ελαττωματικότητας, εδραιώνοντας τους φόβους της ότι είναι ανίκανη να αγαπήσει και να αγαπηθεί (“φοβάμαι ότι θα μείνω για πάντα μόνη”, έλεγε συχνά). Με τους όρους της προσωποκεντρικής προσέγγισης θα λέγαμε ότι κατά την παιδική της ηλικία κανένας σημαντικός άλλος δεν μπόρεσε να αποκριθεί σε εκείνη ως πρόσωπο. Το μοτίβο των γονιών της ήταν είτε να φουσκώνουν την αξία της είτε να την υποτιμούν. Δεν προκαλεί εντύπωση επομένως το ότι δεν κατάφερε να αναπτύξει μια σταθερή αίσθηση της ταυτότητάς της, αλλά σαν το εκκρεμές κινείτο αδιάκοπα ανάμεσα στην αξιοσύνη και την αναξιότητα με βάση εξωτερικά σημεία αναφοράς.

Στο προσωποκεντρικό πεδίο, όπως είναι γνωστό, αποφεύγονται οι διαγνώσεις. Ο Carl Rogers, ιδρυτής της προσωποκεντρικής προσέγγισης, αναφέρεται στη ζωή ως κάτι που δεν είναι δεδομένο ή σταθερό που σημαίνει περαιτέρω ότι οι άνθρωποι γίνονται αντιληπτοί σαν να βρίσκονται “σε διαδικασία” αντί να ανήκουν σε συγκεκριμένο “τύπο προσωπικότητας” (1961). Οι δε “ψυχικές ασθένειες” κατανοούνται ως η βίωση διαφορετικών μορφών μη-αυθεντικότητας ή διαφορετικών προσπαθειών να προστατέψει κανείς τον εαυτό του απέναντι σε εμπειρίες που λόγω ασυμβατότητας με την αυτοεικόνα μοιάζουν βλαπτικές (Biermann-Ratjen, 1998, 125).

Σε συμφωνία με το πνεύμα της προσωποκεντρικής, η Lambers ορίζει την έννοια της “διαταραχής προσωπικότητας” ως μια υποκειμενική δυσφορία και δυσκολία του ατόμου να λειτουργήσει ως κοινωνικό ον καθώς δεν μπορεί να βιώσει εμπιστοσύνη, εγγύτητα και αμοιβαιότητα με τους άλλους, ενώ οι αιτίες των δυσκολιών γίνονται αντιληπτές σαν να βρίσκονται έξω από τον έλεγχο αυτού που υποφέρει (1994, 116-120). Όσο για την κύρια αιτιολογία τους, οι “διαταραχές προσωπικότητας” φαίνεται να προκύπτουν σε πρώιμες σημαντικές σχέσεις που χαρακτηρίζονται από παραμέληση ή κατάχρηση εξουσίας, οι οποίες με τον απρόβλεπτο χαρακτήρα τους οδηγούν το άτομο να ζει μόνο στη στιγμή χωρίς να μαθαίνει από την εμπειρία, με αποτέλεσμα μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση αναξιότητας (στο ίδιο).

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Μαζί με τις θεωρίες των Freud, Jung, Skinner, Horney και μερικών ακόμα, η θεωρία προσωπικότητας και θεραπείας του Αμερικανού ψυχολόγου Carl Rogers είναι ένα από τα ελάχιστα μεγάλα και ολοκληρωμένα νεωτερικά “αφηγήματα” που έχουν διατυπωθεί ποτέ για το σύνολο της λειτουργίας του ανθρώπου.

Προσωποκεντρική Προσέγγιση

Η Αναστασία βίωνε τη μοναξιά και συνακόλουθα το κενό του να μην την έχουν φροντίσει και στηρίξει ως αληθινό πρόσωπο, ως συνηθισμένο κανονικό παιδί, αλλά να έχει δεχτεί προσοχή και θαυμασμό μόνο για τα χαρίσματα που είχε. Όπως το αναφέρει η McWilliams είχε την εμπειρία του να είναι πολύ σημαντική για τους γονείς της, “όχι γι’ αυτό που ήταν πραγματικά ήταν, αλλά για το είδος της λειτουργίας που εκπλήρωνε” (2000, 375). Με άλλα λόγια, είχε λάβει αποδοχή υπό όρους, μόνο όταν ήταν τέλεια και ξεχωριστή, ενώ όταν ήταν “μέτρια” η αποδοχή αποσυρόταν και εμφανιζόταν η αδιαφορία και υποτίμηση. Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει μέση οδός: είτε θα ήταν τέλεια και στο κέντρο της προσοχής είτε θα ήταν απαξιωμένη, που σημαίνει ότι δεν είχε καταφέρει να συγκροτήσει μια σταθερή ταυτότητα και αίσθηση αυτοεκτίμησης ανεξάρτητη από την επιδοκιμασία των άλλων.

Έκτοτε, είχε βαλθεί να διαστρεβλώνει ή να αρνείται την πραγματικότητα προκειμένου να διατηρήσει ζωντανό τον οικογενειακό και προσωπικό μύθο (ήμουν σημαντική για τους γονείς μου, με αγαπούσαν πολύ). Εμφάνιζε αλαζονικές, ανταγωνιστικές και ματαιόδοξες συμπεριφορές προσπαθώντας να επιβεβαιώσει την αυτοεικόνα της ως “ξεχωριστή”, ενώ, παράλληλα, απέφευγε συστηματικά όσες εμπειρίες επιβεβαίωναν με επώδυνο τρόπο τη “μετριότητά” της.  

Το αποτέλεσμα ήταν η αποσύνδεση από ζωτικά κομμάτια μέσα της, από συναισθηματικές ανάγκες και εμπειρίες που ήταν σε ασυμφωνία με την αυτοεικόνα της, κατάσταση που κατέληγε σε μία σχεδόν μόνιμη αίσθηση κενού. Κάθε εμπειρία που θα έστρεφε την προσοχή στις “ελλείψεις” της βιωνόταν ως απειλητική και βασικός τρόπος προστασίας ήταν η καταφυγή σε εθιστικές, διεγερτικές ή αυτοπαρηγορητικές συμπεριφορές όπως το διάβασμα, η υπερφαγία ή κάποιος εμμονικός έρωτας.

ΣXETIKΑ ΘΕΜΑΤΑ

Για το πώς κάποιοι φροντιστές, εξαιτίας ίσως δικών τους τραυμάτων, αποτυγχάνουν να δώσουν άνευ όρων αποδοχή στα παιδιά που φροντίζουν, δείτε το 1ο μέρος του Έχασα τον Εαυτό μου Λόγω Έλλειψης Αγάπης.
Για τις επιπτώσεις της αγάπης υπό όρους στον ψυχισμό του αναπτυσσόμενου ανθρώπινου ατόμου που είναι το παιδί, δείτε το 2 μέρος του Έχασα τον Εαυτό μου Λόγω Έλλειψης Αγάπης.
Για τις διαταραχές στην αίσθηση του εαυτού και τις δυσλειτουργίες στον τρόπο ύπαρξης και σχετίζεσθαι με τους άλλους εξαιτίας της διαστρέβλωσης και άρνησης των εμπειριών, δείτε το 3ο μέρος του Έχασα τον Εαυτό μου Λόγω Έλλειψης Αγάπης.

Ένας ακόμα τρόπος να κατανοήσουμε το βίωμα της Αναστασίας μπορεί να βρεθεί στις περιγραφές του Bohart για την “οριακή διαταραχή της προσωπικότητας” (1990, 599-621). Σύμφωνα με την οπτική του, αν θεωρήσουμε την έννοια της αυτοεικόνας ως ένα είδος “χάρτη”, τότε θα διαπιστώσουμε ότι οι αρνητικές περιοχές του χάρτη (οι αρνητικές πλευρές της αυτοεικόνας δηλαδή) ενώ είναι “κανονικά” προσβάσιμες για τους περισσότερους ανθρώπους, για ένα άτομο με μία “δυσλειτουργικά” θετική αυτοεικόνα είναι απαγορευμένες (στο ίδιο).

Με βάση την έννοια του “μη λειτουργικού χάρτη” του Bohart, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ένα “ναρκισσιστικό άτομο” όπως η Αναστασία, εξαιτίας των βιωμάτων της παιδικής ηλικίας, δεν διαθέτει έναν αποτελεσματικό, συνεκτικό και λειτουργικό χάρτη για το πώς λειτουργεί ο κόσμος (στο ίδιο). Δεν έχει αναπτύξει καλά διαφοροποιημένους ή/και συνεκτικούς χάρτες για το πώς λειτουργούν οι ανθρώπινες σχέσεις ή για το πώς λειτουργούν οι “συνηθισμένοι”, “κανονικοί” άνθρωποι σε συγκεκριμένες σημαντικές περιοχές της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, με αποτέλεσμα να συμπεραίνει (όπως το έχει μάθει) ότι οι δυσκολίες σηματοδοτούν το χειρότερο πράγμα: στέρηση, μοναξιά, απαξίωση, γελοιοποίηση, ανυποληψία (στο ίδιο).

Επιπλέον το “ναρκισσιστικό άτομο”, επειδή αποφεύγει να μείνει με τα συναισθήματα αναξιότητας, μειονεκτικότητας και ελαττωματικότητας που βιώνει, δεν έχει την ευκαιρία να μάθει από την εμπειρία του, καθώς όπως υποστηρίζει πάλι ο Bohart, χρειάζεται κάποιος να μπορεί να “μείνει” με τις δύσκολες καταστάσεις προκειμένου να μάθει να βγάζει νόημα από αυτές (στο ίδιο). Στο ναρκισσιστικό βίωμα, ενώ απουσιάζουν “λειτουργικοί χάρτες” σχετικά με αξίες, πεποιθήσεις και κατευθύνσεις στη ζωή, υπάρχουν άκαμπτοι χάρτες (π.χ. αξία στη ζωή έχει ο θαυμασμός των άλλων) που αποκλείουν δια ροπάλου άλλες κατευθύνσεις (π.χ. αξία στη ζωή έχει να μπορώ να παραδεχτώ τις αδυναμίες μου). Η κατάληξη είναι μια άκαμπτη θετική αυτοεικόνα που όμως, όντας παράλληλα εξαιρετικά εύθραυστη, περιπίπτει στη συμμετρικά αντίθετή της αρνητική αυτοεικόνα αφήνοντας συνήθως το άτομο σε σύγχυση ως προς την “πραγματική” του ταυτότητα.

"Είχε ανάγκη να υπάρχει με ολότητα και πληρότητα, δηλαδή με έναν τρόπο ύπαρξης που είναι αδύνατο να υπάρξει".

Με υπαρξιακούς όρους, η Αναστασία έμοιαζε να έχει προσδέσει την ύπαρξή της σε μια άκαμπτη και ανέφικτη απαίτηση για τελειότητα χωρίς καμία σκιά ανεπάρκειας, ατέλειας, αποτυχίας ή μεταμέλειας. Είχε ανάγκη να υπάρχει με ολότητα και πληρότητα, δηλαδή με έναν τρόπο ύπαρξης που είναι αδύνατο να υπάρξει (Καστρινίδης, 1994) και υπό αυτή την οπτική, αν θα μπορούσαμε εκ των υστέρων να συνοψίσουμε το βασικό ζητούμενο που προέκυψε στη θεραπεία της, αυτό θα ήταν το να δοκιμάσει να υπάρχει με μεγαλύτερη άνεση και αποδοχή για την τραγικότητα και ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Κατανόηση μέσω εργαλείων της Θεραπείας Σχημάτων και της Ψυχανάλυσης

Με βάση το θεωρητικό πλαίσιο της λεγόμενης Θεραπείας Σχημάτων (Young et. al., 2013), η Αναστασία τον περισσότερο καιρό βρισκόταν σε μια “κατάσταση λειτουργίας” που θα την ονομάζαμε “Μεγαλομανιακή”, επιδεικνύοντας δηλαδή αλαζονικές και ματαιόδοξες συμπεριφορές που παραγκώνιζαν κάθε πιθανή ένδειξη μειονεκτικότητας, ενώ τις φορές που ένιωθε να απειλείται η αυτοεικόνα της ενεργοποιούσε το κομμάτι του εαυτού της που λειτουργούσε ως “Απόμακρος Αυτοπαρηγορητής” (“φράχτη” τον είχε ονομάσει) επιδιδόμενη σε δραστηριότητες που την αποσπούσαν από το να αισθάνεται οτιδήποτε.

Περνώντας στο ψυχαναλυτικό εννοιολογικό πλαίσιο, μία κλασική ψυχαναλυτική οπτική (Kernberg), θεωρώντας τις ναρκισσιστικές ψευδαισθήσεις ως άμυνες, προτείνει ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και να ερμηνεύονται από τον θεραπευτή, ενώ, στον αντίποδα, η οπτική της ψυχολογίας του Εγώ (Kohut, Winnicott), θεωρώντας τις ψευδαισθήσεις ως αναπτυξιακή πτυχή του εαυτού, προτείνει να γίνονται αποδεκτές με ενσυναίσθηση στη βάση της υπόθεσης ότι με αυτό τον τρόπο τελικά θα εξαφανιστούν (Mitchell, 1986). Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Kohut το “ναρκισσιστικό άτομο” μπορεί να παρομοιαστεί με ένα φυτό του οποίου η ανάπτυξη παρεμποδίστηκε σε κρίσιμα στάδια της ανάπτυξής του, ενώ για τον Kernberg μπορεί να παρομοιαστεί με ένα φυτό που έχει μεταλλαχθεί σε υβρίδιο (McWilliams, 2000, 387).

Σε σχέση με τις παραπάνω, διαμετρικά αντίθετες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, ο Mitchell προειδοποιεί: η “επιθετική”, ερμηνευτική προσέγγιση ενέχει τον κίνδυνο συμμόρφωσης του πελάτη στις όποιες “πραγματικές” αντιλήψεις και σχέσεις προτιμά ο θεραπευτής, ενώ, από την άλλη, η απόλυτα δεκτική, χωρίς προκλήσεις προσέγγιση, ενέχει τον κίνδυνο να εδραιώσει τις ναρκισσιστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές (1986). Ο ίδιος, σε ένα κάπως συνθετικό πνεύμα, προτείνει ότι η αρμόζουσα θεραπευτική στάση για τη “ναρκισσιστική διαταραχή” είναι ταυτόχρονα μια προθυμία συμμετοχής στις “ναρκισσιστικές” φαντασιώσεις (κάτι που το “ναρκισσιστικό άτομο”, δεδομένης της ευθραυστότητας του, φαίνεται να το χρειάζεται) και μια περιέργεια ως προς τους περιορισμούς που αυτή η συμμετοχή επιβάλλει, περίπου σαν να αποδέχεται και να απολαμβάνει κανείς μια πρόσκληση χορού ενώ παράλληλα προβληματίζεται για το πώς και γιατί υπάρχει ή προτιμάται μόνο ένα είδος χορού (στο ίδιο).

3. Η θεραπευτική σχέση: Ευθραυστότητα, αντιπαλότητα, αναμέτρηση με την ανθρωπινότητα

Μεταβίβαση ή αλλιώς τι συνέβαινε μέσα στην πελάτισσα κατά τη θεραπεία

Σε συμφωνία με την εμπειρική διαπίστωση ότι οι ενσυναισθητικές αποκρίσεις κατανόησης είναι οι πλέον κατάλληλες για τους πελάτες με “εύθραυστη διαδικασία”, καθώς φαίνεται να τις δέχονται χωρίς κίνδυνο να πληγωθούν ή αποδιοργανωθούν (Warner, 2013), η Αναστασία ήταν συνήθως δεκτική στα θετικά σχόλια που αναγνώριζαν τις προσπάθειές ή επιτυχίες της (όπως τότε που έκανε μια σημαντική δημοσίευση). Αντιθέτως ήταν ελάχιστα δεκτική στην έκφραση συμπάθειας εκ μέρους μου, ενώ τις λίγες φορές που παρασύρθηκα να την ερμηνεύσω (επειδή θεώρησα ότι τα δυσκολεμένα κομμάτια της δεν ελάμβαναν αρκετή προσοχή) έδειξε ενόχληση και απόσυρση. Για μεγάλο διάστημα, ερχόταν και περιέγραφε πόσο καλά διαχειρίζεται τα πράγματα στη ζωή της, καθώς και τις μικρές ή μεγάλες επιτυχίες της και ήταν εμφανές ότι απλώς αποζητούσε αναγνώριση και επικύρωση ότι δικαιούται να υπάρχει στον κόσμο με τον τρόπο που υπάρχει.  

Πολλές φορές, έφτανε να αναπτύσσει ανταγωνιστικές τάσεις, απορρίπτοντας τις παρεμβάσεις μου και προσπαθώντας να αποδείξει ότι η δική της οπτική είναι η μόνη έγκυρη και σωστή, σαν να την ενδιέφερε περισσότερο να επικρατήσει με το να με μειώσει, σαν αυτή η “νίκη” να της ήταν πιο σημαντική από το να εστιάσει στις δυσκολίες της και να τις αντιμετωπίσει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα έμμεσης υποτίμησης προς εμένα ήταν η συχνή προτροπή της να διαβάσω συγκεκριμένα βιβλία ώστε να μπορώ να κατανοήσω καλύτερα όσα μου έλεγε. Οποτεδήποτε ένιωθε απειλημένη, περνούσε στην αντεπίθεση, όντας συνεχώς έτοιμη για μάχη και φτάνοντας στα όρια της προσβολής χωρίς να το καταλαβαίνει ή θεωρώντας το νόμιμη άμυνα.

Πολύ σπάνια μιλούσε για τα συναισθήματά της στο εδώ και τώρα (για παράδειγμα, ελάχιστες φορές είχε έρθει λέγοντας κάτι του τύπου “είμαι λυπημένη” ή αισθάνομαι ντροπή όταν το σκέφτομαι αυτό”). Κατέφευγε στην ασφάλεια της θεωρητικολογίας και της εκλογίκευσης, ενώ το μόνο συναίσθημα που επέτρεπε στον εαυτό της να παραδεχτεί και να δείξει ήταν ο θυμός.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Οι περίπλοκοι και αναπάντεχοι τρόποι με τους οποίους καμουφλάρουμε τη βαθιά αίσθηση ντροπής που βιώνουμε εξαιτίας της πεποίθησης ότι είμαστε ελαττωματικοί.

Αν Φέρομαι Αλαζονικά, Απόμακρα ή Επιθετικά να Ξέρεις ότι Ντρέπομαι

Καθώς περνούσε ο καιρός έμοιαζε να ανοίγεται περισσότερο. Ενώ στις αρχές ερχόταν με συγκεκριμένη ατζέντα, με συγκεκριμένο υλικό και “ζητούσε” από μένα επιβεβαίωση χωρίς να προσκαλεί σε διάλογο, χωρίς να με βάζει μέσα στο “σενάριο”, σταδιακά άρχισε να επιτρέπει την αλληλεπίδραση, ακόμα και να ζητά τη γνώμη μου, όντας ανοιχτή ακόμα και στην (ήπια) αμφισβήτηση της εικόνας της από εμένα.

Η απογοήτευση της όποτε αισθανόταν ότι “παλινδρομεί”, π.χ. όταν βυθιζόταν σε συναισθήματα κενού και θλίψης, ήταν πολύ μεγάλη. Άφηνε τότε αιχμές για τη θεραπεία: “Θεωρούσα ότι είχα φτάσει σε ένα καλό σημείο, γιατί γυρίζω πάλι στο μηδέν;”, “Νομίζω ότι η θεραπεία δεν προχωράει όπως θα ήθελα”. Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός προκειμένου να εγκαταλείψει την προσδοκία ότι η θεραπεία θα τη βοηθούσε να τελειοποιήσει τον εαυτό της.

Αντιμεταβίβαση ή αλλιώς τι συνέβαινε μέσα στη θεραπεύτρια κατά τη θεραπεία

Για καιρό, μου φαινόταν σημαντικά μη αυθεντική. Μιλούσε για τον εαυτό της χωρίς να μιλάει για τον εαυτό της, ένιωθα να μην τη βρίσκω μέσα σε αυτά που έλεγε, προσπαθούσε να λέει τα “σωστά” πράγματα αλλά δεν ακούγονταν καθόλου “χωνεμένα”. Εμφανιζόταν στις συνεδρίες σαν καρτ-ποστάλ: λαμπερή και αυτοκυριαρχούμενη αλλά και κάπως “ψεύτικη”, στάση που λειτουργούσε αποτρεπτικά στο να την πλησιάσω ή επηρεάσω με οποιοδήποτε τρόπο. Ένιωθα ότι δεν ενδιαφέρεται για το τι σκέφτομαι σε σχέση με τη δουλειά μας, ότι δεν την απασχολεί τι αντίκτυπο έχουν επάνω μου τα υποτιμητικά της σχόλια σχετικά με τις ικανότητές μου, σχεδόν σαν να ακυρώνει την υπόστασή μου ως θεραπεύτριας και να απορρίπτει την ειλικρινή μου προσπάθεια να τη βοηθήσω.

Ένιωθα να αποθαρρύνομαι και παράλληλα μου δημιουργούσε εκνευρισμό η ανταγωνιστικότητα και συγκαταβατικότητά της, αλλά έκανα υπομονή έχοντας κατά νου ότι η αλαζονική της αυτοπεποίθηση κατά κάποιο τρόπο προφύλασσε την ευθραυστότητά της (Warner, 2000), χωρίς ωστόσο να σημαίνει αυτό ότι είχε το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Για παράδειγμα, έπειτα από απανωτές ακυρώσεις και παραβιάσεις της ώρας στις συνεδρίες μας, της εξήγησα ότι χρειάζομαι ένα σταθερό πλαίσιο προκειμένου να δουλεύω άνετα και, εκτός του ότι το σεβάστηκε, φάνηκε να εκτιμά το γεγονός ότι υπερασπίστηκα τα όρια μου και της αντιστάθηκα.

Προσπαθούσα να θυμάμαι ότι όταν η διαμόρφωση του αλαζονικού εαυτού ήταν κυρίαρχη, εκείνη επιδείκνυε μια κακομαθημένη στάση πιθανά ως υπεραναπλήρωση της αίσθησης ελαττωματικότητας που βρισκόταν από κάτω (Young et. al., 2013). Παρόλο που σκεφτόμουν ότι μάλλον ήταν ο φόβος ότι θα βιώσει στέρηση ή απόρριψη που την έκανε να γίνεται προκαταβολικά απαιτητική και δύσκολη, συχνά ένιωθα αμφιθυμία: από τη μία εκνευρισμό ή και φθόνο (ποια νομίζεις ότι είσαι επιτέλους;) και από την άλλη συμπάθεια και κατανόηση στη βάση της αναγνώρισης ότι υπάρχει σημαντική ευαλωτότητα από κάτω που συγκαλύπτεται από την κακομαθημένη συμπεριφορά.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Η θεραπεία ως μία εν δυνάμει ωφέλιμη και μεταμορφωτική εμπειρία ζωής όταν η ύπαρξη καθίσταται ανούσια, αφόρητη ή μπερδευτική.

Πότε Χρειάζομαι Θεραπεία;

Τι συνέβαινε στο ανάμεσα πελάτισσας και θεραπεύτριας;

Η ατμόσφαιρα στη θεραπευτική σχέση ήταν αναμενόμενα κάπως τεταμένη. Προσπαθούσα να μην στέκομαι μόνο στο μεγαλομανιακό της κομμάτι αλλά να εστιάζω εξίσου στο ευάλωτο κομμάτι της, ωστόσο με πολύ λεπτούς χειρισμούς ώστε να μην πληγεί η εύθραυστη αυτοεκτίμησή της και να μην νιώσει επίκριση ή ντροπή.

Στην αρχή της θεραπευτικής μας σχέσης έριχνα το βάρος στην ενσυναίθηση και την αποδοχή, αφήνοντας λίγο πίσω την αυθεντικότητά μου [2], με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να νιώσει ολόκληρη αποδεκτή. Σταδιακά άρχισα να γίνομαι περισσότερο αυθεντική και να δείχνω τα δικά μου “σκοτεινά” κομμάτια, παίρνοντας μεν το ρίσκο να την απογοητεύσω, αλλά με τη βεβαιότητα ότι η πραγματική αποδοχή του εαυτού και του άλλου δεν μπορεί παρά να μην περιλαμβάνει και αυτά τα “αρνητικά” κομμάτια.

Τον δεύτερο χρόνο της θεραπείας, εξέφρασε την επιθυμία να μάθει περισσότερα πράγματα για μένα προσθέτοντας ότι αισθάνεται κάπως άσχημα που όλο το προηγούμενο διάστημα μιλούσε εκείνη αποκλειστικά για τον εαυτό της. Μου εξήγησε ότι συνέκρινε τη σχέση μας με τη σχέση που έχουν οι φίλες της με τις δικές τους θεραπεύτριες και διαπίστωσε ότι εκείνες σχετίζονται πιο στενά στα πλαίσια της θεραπείας τους. Προς στιγμήν, φοβήθηκα μήπως διαγωνίζεται με τις φίλες της για το ποια είναι η “καλύτερη” θεραπευτική δυάδα, αλλά όπως αποδείχθηκε ήταν γνήσιο ενδιαφέρον εκ μέρους της και νομίζω μια έμμεση παραδοχή ότι η δουλειά μας ήταν σημαντική για εκείνη.

Η πιο έντονη συναισθηματική στιγμή της θεραπείας προέκυψε σε μία περίπτωση που παρασύρθηκα και της μίλησα ιδιαιτέρως αυστηρά αναδεικνύοντας κάποιες κραυγαλέες αντιφάσεις στο λόγο της με αποτέλεσμα εκείνη να ξεσπάσει ακαριαία σε κλάματα λέγοντας ότι αισθάνεται σαν να δέχτηκε επίθεση. Έσπευσα αμέσως να της ζητήσω ειλικρινά συγνώμη χωρίς όμως να επιδοθώ σε αχρείαστη υπερβολική αυτοκριτική. Η αναγνώριση ότι έκανα λάθος χειρισμό και η έκφραση μεταμέλειας την ξάφνιασαν και την ανακούφισαν – σαν να έβλεπε έμπρακτα ότι είναι δυνατόν να αποκατασταθεί μια ρωγμή στη σχέση και συγχρόνως να διατηρηθεί ο αμοιβαίος σεβασμός.

Ένα κρίσιμο γεγονός, τον δεύτερο χρόνο της θεραπείας, κατά το οποίο ήρθε σε επαφή με τη μοναξιά της σε υπαρξιακό επίπεδο, θωράκισε περαιτέρω τη σχέση μας. Έμεινε για πολλή ώρα σιωπηλή βαθιά συγκινημένη συνειδητοποιώντας ότι η μοναξιά της οφείλεται στην αγωνιώδη προσπάθειά της να κρύψει ότι είναι “προβληματική” και όταν της εξομολογήθηκα ότι κι εγώ, ως άνθρωπος, γνωρίζω από πρώτο χέρι τι σημαίνει να νιώθει κανείς έτσι, την αισθάνθηκα να μαλακώνει καθώς ένιωσε σύνδεση.

Η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι είμαστε διαφορετικές αλλά και συγχρόνως όμοιες με κάποιους τρόπους και ότι παρ’ όλα αυτά μπορούμε να συνυπάρχουμε και να αποδεχόμαστε η μία την άλλη ήταν καθοριστική για τη θεραπευτική μας σχέση.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Μια περιπλάνηση στα κυρίαρχα και μη νοήματα του κόσμου, μια αναδόμηση της προσωπικής ιστορίας και ένας προσανατολισμός στον χώρο και στον χρόνο: αυτή είναι η εμπειρία της θεραπείας.

Ψυχολογικές – Συμβουλευτικές Υπηρεσίες

4. Η εκδίπλωση της θεραπείας στον χρόνο: 3 διακριτές φάσεις

Αρχική φάση

Στα αρχικά στάδια της θεραπείας, όπως ήδη αναφέρθηκε, η προσέγγισή μου ήταν κυρίως υποστηρικτική με ζητούμενο την ενίσχυση της εύθραυστης αυτοεικόνας της. Ήλπιζα ότι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφάλειας θα την έκανε να νιώσει συνολικά αποδεκτή ακόμα και με τα αλαζονικά ή άκαμπτα κομμάτια της.

Προσπαθούσα να συνδεθώ μαζί της με αποδοχή και ενσυναίσθηση ελπίζοντας να διαμορφώσουμε μια σχέση που δεν θα βασίζεται αποκλειστικά στο χειροκρότημα, την υποτίμηση ή την εγωκεντρική συμπεριφορά. Στεκόμουν στο κενό και τα συναισθήματα μειονεξίας όταν εμφανίζονταν, αλλά χωρίς να την πιέζω. Εκείνη αγωνιούσε να διατηρεί τον ναρκισσισμό της αλώβητο και εγώ, σεβόμενη αυτή την ανάγκη της, προσπαθούσα παράλληλα να δώσω αναγνώριση και αξία στην αδύναμη, ανασφαλή και συναισθηματικά στερημένη πλευρά της, δείχνοντάς της ότι δεν χρειάζεται να είναι τέλεια ή ξεχωριστή προκειμένου να νοιάζομαι για εκείνη.

Η μοίρα των “κοινών” ανθρώπων την τρόμαζε. Η ιδέα, λόγου χάρη, ότι ο σύντροφος της θα μπορούσε να ερωτευτεί κάποια άλλη ή ότι θα βρεθεί να ζει συμβατικά σε μία σχέση, παρόλο που είναι αρκετά συνηθισμένα κοινωνικά φαινόμενα, της ήταν αδιανόητα. Φαινόταν να περιφρονεί το πώς λειτουργεί η συνηθισμένη ανθρώπινη αλληλεπίδραση, αν και κάποιες φορές προέκυπτε η ανάγκη της να ανήκει κάπου, να είναι κοινή θνητή, να έχει κοινή μοίρα με τους άλλους ανθρώπους. Στο υπόβαθρο διαφαινόταν πάντα η ίδια προβληματική: “Νιώθω ότι δεν μπορώ να ανήκω πουθενά επειδή είμαι ελαττωματική και αναπληρώνω με το να νιώθω ξεχωριστή και ανώτερη από τους άλλους”.

Αισθανόταν αποκλεισμένη, παρείσακτη και άχρωμη σε σχέση με όσους θεωρούσε “καλύτερούς” της, αλλά δυσκολευόταν να το παραδεχτεί. Όταν διέκρινε παρόμοια σημάδια “μειονεξίας” στους άλλους, τους υποτιμούσε προκειμένου να αισθανθεί “καλύτερή” τους, αδυνατώντας να διανοηθεί ότι αυτά τα “μειονεκτήματα” δεν είναι απαραίτητα κάτι για το οποίο κάποιος θα έπρεπε να ντρέπεται, αλλά ότι εν δυνάμει θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημεία σύνδεσης με τους άλλους.

...κάποιες φορές προέκυπτε η ανάγκη της να ανήκει κάπου, να είναι κοινή θνητή, να έχει κοινή μοίρα με τους άλλους ανθρώπους.

Λέγεται ότι το σημείο που διαχωρίζει την “αρχή” από τη “μέση” της θεραπείας σηματοδοτείται από μία κρίσιμη καμπή ή κάποιο ρίσκο εκ μέρους του πελάτη (Mearns & Thorne , 2007). Για την Αναστασία η κρίσιμη αυτή καμπή παρουσιάστηκε όταν για πρώτη φορά παραδέχτηκε ανοιχτά και μάλιστα χωρίς αστεϊσμούς ή εκλογικεύσεις ότι τη διακατέχει ένας έντονος “μεγαλοϊδεατισμός”. Της έκανε πολύ νόημα που της είπα ότι ίσως είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της σαν μια μορφή αναπλήρωσης, σαν κάποιου είδους προστασία. Άρχισε σταδιακά να συμφιλιώνεται με την ιδέα ότι στη ρίζα των δυσκολιών της υπάρχει μια βαθιά αίσθηση ελαττωματικότητας, μειονεκτικότητας, αναξιότητας και ασημαντότητας η οποία καλλιεργήθηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής της.

Κυρίως φάση

Στην πορεία της θεραπείας, κοιτάζοντας αναστοχαστικά το παρελθόν της, άρχισε να διαπιστώνει ότι δεν αγαπούσε τους άλλους για αυτό που ήταν, αλλά για όσα φανταζόταν ότι μπορούν να της προσφέρουν ή να την κάνουν να αισθανθεί. Άρχισε να νιώθει άσχημα για αυτό, να αισθάνεται ενοχές, δηλαδή να αναλαμβάνει την ευθύνη.

Συνειδητοποιούσε ότι ο κάθε Άλλος δεν μπορεί να συναινέσει να είναι εκεί μόνο για να την αποδέχεται και να τη θαυμάζει, δηλαδή να καλύπτει τις ναρκισσιστικές της ανάγκες. Επίσης συνειδητοποιούσε μάλλον με ανακούφιση ότι οι άνθρωποι δεν είναι ολοκληρωτικά καλοί ή ολοκληρωτικά κακοί και το ίδιο ίσχυε και για εκείνη. Ενσωμάτωνε την ιδέα ότι κάθε άνθρωπος αξίζει σεβασμό και νοιάξιμο ακόμα και όταν δεν είναι τέλειος και ότι οι ανάγκες των άλλων είναι εξίσου έγκυρες και αξίζουν φροντίδα όπως οι δικές της. Η δική μου προθυμία να παραδέχομαι συνήθως τα λάθη μου, η προσπάθεια να αντισταθώ στη δική μου ανάγκη να είμαι “τέλεια” και συγχρόνως η αξίωσή μου για σεβασμό των ορίων μου όταν εκείνη φερόταν “ναρκισσιστικά” ήταν ακόμη μια χειροπιαστή απόδειξη ότι είναι εφικτό να διατηρεί κανείς τον αυτοσεβασμό του όντας ταυτόχρονα ευάλωτος.

...έδειχνε να μετακινείται από μια θέση άκαμπτης "παντοδυναμίας", σε μια πιο ρεαλιστική και ανθρώπινη θέση.

Σταδιακά, η μεγαλομανής Αναστασία εμφανιζόταν λιγότερο συχνά στο προσκήνιο αφήνοντας περισσότερο χώρο για το στερημένο συναισθηματικά κομμάτι της που ένιωθε μειονεκτικά – μάλιστα η ίδια χαριτολογώντας του έδωσε όνομα: το κλοτσοσκούφι. Ανέφερε όλο και συχνότερα (όχι χωρίς κάποια θλίψη) ότι έχουν ατονήσει οι φαντασιώσεις για μεγάλη ζωή ή μυθιστορηματικούς έρωτες. Όσο περισσότερο αποδεχόταν τα αδύναμα κομμάτια της, τόσο περισσότερο μπορούσε να αποδεχτεί τα αντίστοιχα κομμάτια των άλλων και όσο περισσότερο τους έβλεπε ως ομοίους της τόσο λιγότερο είχε την ανάγκη να τους υποτιμήσει ή να τους φερθεί περιφρονητικά, δηλαδή ναρκισσιστικά. Έγινε περισσότερο συγχωρητική με τα ανθρώπινα λάθη και ελαττώματα και μπορούσε να μείνει με τις εμπειρίες αυτές, δείχνοντας να μετακινείται από μια θέση άκαμπτης “παντοδυναμίας”, σε μια πιο ρεαλιστική και ανθρώπινη θέση.

Εξετάζαμε μαζί τις στρεβλώσεις που έκανε όπως, για παράδειγμα, το πόσο άδικοι θεωρούσε ότι ήταν οι άλλοι απέναντί της. Η μεγαλύτερη και πιο άκαμπτη στρέβλωση ήταν αυτή: “δεν δικαιούμαι να είμαι απλώς ανθρώπινη γιατί αυτό το έχω συσχετίσει με μειονεξία, ήδη από την παιδική ηλικία”. Καταλυτικό συμβάν ήταν η συνειδητοποίηση ότι “δικαιούται” κι εκείνη να κάνει λάθη, να νιώθει μπερδεμένη ή φοβισμένη, ακόμα και να την απορρίψει κάποιος άντρας, όπως συμβαίνει σε τόσες και τόσες άλλες γυναίκες.

Παράλληλα με τη διεύρυνση της αυτοεικόνας της άρχισε να προχωρά προς  κατευθύνσεις που επιθυμούσε χωρίς να θεωρεί ιδανικές τις συνθήκες: ολοκλήρωση διδακτορικού, εύρεση ικανοποιητικής εργασίας, σύναψη ερωτικής σχέσης, οικοδόμηση φιλικών σχέσεων σε ισότιμη βάση με άλλες γυναίκες. Ήταν τεράστια υπέρβαση για εκείνη καθώς παλαιότερα δεν τολμούσε να επιχειρήσει οτιδήποτε αν τα πράγματα δεν ήταν ιδανικά/τέλεια.

Τέλος και νέα αρχή

Σήμερα πλέον, η Αναστασία επανέρχεται στη θεραπεία οποτεδήποτε νιώθει ότι “παλινδρομεί” υπό το βάρος των προκλήσεων που της θέτει η ίδια η ζωή. Η ναρκισσιστική προβληματική επανενεργοποιείται όταν στη ζωή της “αλλάζει πίστα”, π.χ. όταν αισθάνεται μειονεκτικά που κάποιοι φίλοι της βγάζουν περισσότερα χρήματα από εκείνη ή όταν οι γυναίκες που θαυμάζει επιλέγουν να παντρευτούν ή/και να αποκτήσουν παιδιά. Ενώ έχει φτάσει να ζει καλά, να επιβιώνει ικανοποιητικά, έχει συχνά την ανησυχία ότι δεν πραγματώνει πλήρως το δυναμικό της. Απογοητεύεται που εμφανίζονται καινούργια ζητήματα και την αποδιοργανώνουν, δυσκολεύεται να δεχτεί ότι η ζωή είναι πιο “δυνατή” από την ίδια. Επανέρχεται τότε στη θεραπεία και αναζητά τρόπους να ξεκαθαρίσει το μπέρδεμα και να ξεδιαλύνει τι θέλει με βάση το ποια είναι η ίδια και όχι τι κάνουν οι άλλοι ή τι θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό.

Η ναρκισσιστική φαντασίωση ότι αν οι επιλογές της (π.χ. σχέση, εργασία) ήταν “γνήσιες’ και “σωστές” για εκείνη (“τέλειες” δηλαδή), δεν θα κλώτσαγαν πουθενά, επιμένει. Είναι εμφανές ότι δυσκολεύεται ακόμα να “χωρέσει” την απώλεια και το πένθος. Δυσκολεύεται να αποδεχτεί ότι επιλέγοντας έναν δρόμο και πραγματώνοντας μία δυνατότητα, μοιραία κλείνει την πόρτα σε άλλους δρόμους και άλλες δυνατότητες. Όπως πάντοτε όταν υπάρχει ναρκισσιστική προβληματική, η διαδικασία του πένθους είναι ακανθώδες ζήτημα για την Αναστασία, καθώς παραπέμπει ευθέως στην αποδοχή της ανυπαρξίας και της θνητότητας. 

Σε αυτή την τρίτη φάση της θεραπείας της, προχωρούμε σταδιακά σε μια περισσότερο υπαρξιακή προσέγγιση της ανθρώπινης κατάστασης όπου τα “λάθη”, τα όποια “ελαττώματα”, η ασθένεια, το πέρασμα του χρόνου, ο θάνατος δεν γίνονται αντιληπτά ως καταστροφές αλλά ως δυνατότητες/καταστάσεις της ύπαρξης εξίσου έγκυρες όσο και εκείνες που παραδοσιακά νοηματοδοτούνται θετικά. Η δική μου θεραπευτική προσπάθεια σε αυτή τη φάση τείνει να ευθυγραμμίζεται με την προτροπή του Καστρινίδη ότι: “το πρώτο καθήκον του θεραπευτή είναι να προσκαλεί βαθμιαία τα ναρκισσιστικά άτομα να αντικρύσουν την ίδια τους την ανθρωπινότητα, την αναπόφευκτη μη-ολότητα και μη-τελειότητά τους” (1994, 76). 

Ελάτε να μου διηγηθείτε την ιστορία σας και να βρείτε τη θέση σας στο χώρο και στο χρόνο.

5. Αναστοχασμός της θεραπευτικής διαδικασίας

Δεοντολογικές διαστάσεις

Στις περισσότερες θεραπείες, αργά ή γρήγορα, προκύπτει η ανάγκη διερεύνησης δύο θεμελιακών ψυχοκοινωνικών διαστάσεων, η οποία όμως απαιτεί μεγάλη προσοχή ώστε να μην θιγεί το φαινομενολογικό πεδίο του πελάτη: Η πρώτη διάσταση αφορά το βαθμό επάρκειας της κοινωνικοποίησης του πελάτη, δηλαδή το βαθμό στον οποίο ο πελάτης έχει καταφέρει να μάθει πώς έχει συγκροτηθεί και λειτουργεί ο κόσμος στον οποίο ζει και αυτό ανεξάρτητα από τη συμφωνία ή διαφωνία του με την εκάστοτε συγκρότηση και λειτουργία του κόσμου. Η δεύτερη, και συναφής με την πρώτη, θεμελιακή διάσταση προς διερεύνηση είναι η σύγχυση που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό εμφανίζεται σε κάποιους πελάτες ανάμεσα στο “δέον” και στο “είναι” ή αλλιώς ανάμεσα στο πώς “θα έπρεπε να είναι” τα πράγματα και στο πώς πραγματικά “είναι”.

Σε σχέση με την πρώτη διάσταση και συγκεκριμένα για τους πελάτες σαν την Αναστασία που ο ψυχιατρικός λόγος τους κατατάσσει στις λεγόμενες “διαταραχές προσωπικότητας”, είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της Lambers (1994) σχετικά με τη εκπεφρασμένη δυσκολία τους να λειτουργήσουν ως κοινωνικά όντα ή, θα λέγαμε, ως κανονικώς κοινωνικοποιημένα όντα καθώς δίνουν την εντύπωση ότι αγνοούν το πώς λειτουργεί ο κόσμος είτε από ανθρωπολογική είτε από κοινωνικοπολιτική άποψη. Σε σχέση δε με τη δεύτερη διάσταση, το άτομο με ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, όπως το περιγράφει ο Καστρινίδης, καθώς αρνείται την ελευθερία να είναι συνηθισμένο άτομο (άρα και την ευθύνη που περικλείει αυτή η ελευθερία), αρνείται στην ουσία να αποδεχτεί την αναπόφευκτη και χαρακτηριστικά ανθρώπινη ασυμφωνία μεταξύ του “τι θα μπορούσε να είναι” και του “τι είναι” (1994).  

Σε ποιο βαθμό κατανοούμε το πώς λειτουργεί ο κόσμος και πόσο αντιλαμβανόμαστε την ασυμφωνία μεταξύ του πώς "θα έπρεπε να είναι" τα πράγματα και του πώς πραγματικά "είναι";

Εκτός από τα παραπάνω, στη θεραπεία της Αναστασίας ανέκυψε ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα που σχετίζεται με την τάση του πελάτη με ναρκισσιστική προβληματική να απευθύνει προς τον θεραπευτή ένα αίτημα συμμετοχής σε μια σχέση αμοιβαίου θαυμασμού, όπου η θεραπευτική δυάδα είναι απαραίτητο να θεωρηθεί ξεχωριστή και ιδιαίτερη με κάποιο τρόπο (Mitchell, 1986). Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι ο θεραπευτής δεν πρέπει να παραδοθεί στα δικά του ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά θεωρώντας αυτή τη θεραπευτική συμπαιγνία ως κάτι μόνιμο και σταθερό (McWilliams, 2000, 384), αλλά ούτε και να κρυφτεί πίσω από μια ψευτο-αρμονική σχέση αμοιβαίας εξιδανίκευσης προκειμένου να αποφύγει την “αρνητική εικόνα του καθρέφτη” (Καστρινίδης, 1994, 76). Και στο άλλο άκρο όμως, η εστίαση του θεραπευτή αποκλειστικά στις αρνητικές πλευρές της θεραπευτικής σχέσης ενδέχεται να οδηγήσει σε άλλου τύπου προβλήματα. Η απόρριψη κάθε εμπειρίας εξιδανίκευσης και η προσφυγή διαρκώς στην αλήθεια του πραγματικού κόσμου, ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε σύγκρουση (θεραπευτική αντιμαχία) (Καστρινίδης, 1994).

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παιγνιώδους θεραπευτικής συμπαιγνίας με την Αναστασία προέκυψε όταν ένα άρθρο που έγραψα για τις “διαταραχές προσωπικότητας” απέκτησε μεγάλο αναγνωστικό κοινό κάνοντάς την να νιώσει υπερήφανη που η θεραπεύτριά της είναι τόσο “δημοφιλής” ενώ παράλληλα την κολάκεψε η ιδέα ότι γράφοντας το άρθρο ενδεχομένως εμπνεύστηκα από εκείνη. Ωστόσο, ήμουν προσεχτική στο πόσο αφήνομαι να απολαμβάνω την εξιδανίκευση. Όταν, για παράδειγμα, εκείνη έλεγε ότι με βλέπει ως πρότυπο (“είσαι τόσο συγκροτημένη, έτσι προσπαθώ να είμαι κι εγώ”), επαγρυπνούσα ώστε να μην οδηγηθώ σε αποκλειστική συμμαχία με το ναρκισσιστικό κομμάτι της εξαιτίας της δικής μου ανάγκης να με εκτιμά και να με θαυμάζει.

Δεν έλλειπαν φυσικά και οι αντιμαχίες μεταξύ μας. Όταν ένιωθα ότι προσπαθούσε επίτηδες να με μειώσει (για παράδειγμα όταν με προκαλούσε “κατηγορώντας” με ότι η θεραπευτική μου προσέγγιση είναι αναποτελεσματική, η διακόσμηση του γραφείου μου παρωχημένη ή η αλλαγή στην απόχρωση των μαλλιών μου αποτυχημένη) δεν κατάφερνα πάντα να αποφύγω τον πειρασμό να “παίξω το παιχνίδι” και να κερδίσω. Ή όταν απέφευγε τη δική της ευθύνη κατηγορώντας εξολοκλήρου τους άλλους, έμπαινα στον πειρασμό να της φερθώ χωρίς ενσυναίσθηση.

Η πλοήγηση ανάμεσα στις συμπληγάδες της θεραπευτικής συμπαιγνίας και της θεραπευτικής αντιμαχίας, η απόκριση σε μια τέτοια πρόκληση με τρόπο που να είναι εποικοδομητικός ή έστω μη καταστρεπτικός είναι δύσκολο εγχείρημα. Ήμουν σε εγρήγορση για τυχόν ενεργοποίηση των δικών μου σχημάτων (Young et. al., 2013). Είχα δηλαδή το νου μου πότε εκείνη πατούσε τα κουμπιά μου, κυρίως την ανάγκη μου να σώσω τον κόσμο και τις δικές μου ναρκισσιστικές ευαισθησίες ότι δεν είμαι αρκετά καλή. Πυξίδα μου ήταν, όπως το περιγράφει ο Mitchell, μια λεπτή διαλεκτική μεταξύ συμμαχίας και αντιμαχίας, τόσο μια παιχνιδιάρικη συμμετοχή στο ναρκισσιστικό σύμπαν όσο και μια περιέργεια για το πώς και το γιατί οι ναρκισσιστικές φαντασιώσεις έφτασαν να θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ της ύπαρξης της (1986).

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Το πιο αξιόπιστο θεραπευτικό εργαλείο που διαθέτει ο θεραπευτής και μπορεί να προσφέρει είναι ο ίδιος ο εαυτός του, η παρουσία του. Η σχέση που οικοδομείται μεταξύ θεραπευτή και πελάτη είναι εκείνο ακριβώς το στοιχείο που αλλάζει κατά κάποιο τρόπο και τους δύο.

Η Θεραπευτική Συνάντηση

Κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις

Είναι γεγονός ότι η ψυχανάλυση, η θεραπεία σχημάτων, η υπαρξιακή διάσταση και η προσέγγιση κριτικού ρεαλισμού (Hauser, 2023), από τις οποίες άντλησα εργαλεία κατά τη θεραπεία της Αναστασίας, τυπικά ξεφεύγουν από το μη κατευθυντικό πλαίσιο της προσωποκεντρικής προσέγγισης την οποία, κατά κύριο λόγο, υπηρετώ. Από την άλλη, όπως το εξηγεί ο Swildens, στη θεραπεία των “διαταραχών προσωπικότητας” ο θεραπευτής, παρόλο που αποκλίνει από την κλασική προσωποκεντρική προσέγγιση, σέβεται απεριόριστα οτιδήποτε παρουσιάζει το φαινομενολογικό πεδίο του πελάτη, καθοδηγείται από την ενσυναισθητική κατανόηση των αναγκών του πελάτη ακόμα και όταν αυτές δεν απαιτούν μια παραδοσιακή προσωποκεντρική απόκριση (όπως στην περίπτωση της αποδοχής της εξιδανίκευσης που κάνει ο “ναρκισσιστικός” πελάτης) και, τέλος, ο θεραπευτής δεν στοχεύει στο να αλλάξει την προσωπικότητα του πελάτη αλλά να τον βοηθήσει να υπάρχει με περισσότερο ολοκληρωμένο τρόπο χωρίς να εγκλωβίζεται σε έναν μοναδικό τρόπο ύπαρξης (π.χ. “ναρκισσιστικό”) (1990, 634-635). 

Η θεραπεία της Αναστασίας έμοιαζε με περίτεχνο χορό ή με προσπάθεια να μην πλησιάσει ο Ίκαρος πολύ κοντά στον ήλιο και καεί (Mitchell, 1986), καθώς προσπαθούσαμε να επιτύχουμε τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ του να επιτρέπουμε να υπάρχουν τα ναρκισσιστικά στοιχεία ενώ παράλληλα αφήνουμε χώρο να αναπτυχθούν τα μη ναρκισσιστικά στοιχεία.

Σε αντίθεση με άλλες προσεγγίσεις που θα προέτασαν ίσως την απαλλαγή από τα “ψυχοπαθολογικά συμπτώματα”, στη θεραπεία της Αναστασίας προσπαθήσαμε να χειριστούμε τις ναρκισσιστικές ψευδαισθήσεις όχι ως περιοριστικά όρια στην εμπλοκή της στον κόσμο, αλλά ως πιθανές μορφές εμπλουτισμού αυτής της εμπλοκής, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζουμε την υποστήριξη της επιθυμίας της να συμμετάσχει στον κόσμο χωρίς ναρκισσιστικές διαστρεβλώσεις (Mitchell, 1986).

Η θεραπεία καθίσταται εν δυναμεί βλαπτική για τα άτομα και την κοινωνία όταν δεν συνειδητοποιεί ή ακόμα χειρότερα όταν συνειδητοποιεί αλλά συγκαλύπτει τις αξίες τις οποίες πρεσβεύει.

Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι κι εγώ, είναι δεδομένο ότι έχω συγκροτήσει τις δικές μου αξίες και πεποιθήσεις ως προς τι χρειάζεται το ανθρώπινο άτομο και τι συνιστά “Καλή Ζωή”. Στη θεραπεία, ωστόσο, αποφεύγω να παίρνω ηθικοκανονιστικές θέσεις και παράλληλα, δεσμεύομαι από τον ηθικό/δεοντολογικό μου κώδικα να κάνω το καλύτερο που μπορώ εντός των δυνατοτήτων μου, να μην κάνω κάτι που θα βλάψει τον πελάτη, να μη φερθώ με έλλειψη σεβασμού και γενικά να μην εκθέσω τον πελάτη σε οποιοδήποτε κίνδυνο.

Παρόλο που αξιωματικά η προσωποκεντρική θεραπεία τάσσεται υπέρ της υπαρξιακής ελευθερίας των επιλογών του πελάτη αποφεύγοντας την άσκηση εξουσίας (Warner, 2006), ο προσωποκεντρικός θεραπευτής δεν μπορεί να αποφύγει τελείως την πρόσδεση σε συγκεκριμένες αξίες (π.χ. την πίστη στην εγγενή τάση πραγμάτωσης). Με αυτό ως δεδομένο, έχει δίκιο ο Gaylin να εφιστά την προσοχή σε δύο κινδύνους «κακής» πρακτικής: αφενός, τον κίνδυνο που προέρχεται από την ανάγκη του θεραπευτή να επιβεβαιώσει τις προσωπικές του αξίες, και, αφετέρου εκείνον που προέρχεται από την ανάγκη του να επιβεβαιώσει τις επαγγελματικές του αξίες, δηλαδή τη θεραπευτική του προσέγγιση (2001, 80). Θα πρόσθετα, ωστόσο, ότι ο μεγαλύτερος ίσως κίνδυνος για τα άτομα και την κοινωνία δεν είναι η ύπαρξη αυτών καθαυτών των ανωτέρω αναγκών, αλλά η μη συνειδητοποίηση τους ή ακόμα χειρότερα η συγκάλυψή τους εκ μέρους των θεραπευτών.

Στην περίπτωση της Αναστασίας, προσπάθησα στο βαθμό του εφικτού να κρατήσω μία πραγματολογική στάση, με τον τρόπο που το θέτει ο Mitchell, με το να αποφεύγω δηλαδή την ηθικολογική κριτική των ναρκισσιστικών στοιχείων ως άδικα, ανάρμοστα ή παιδιάστικα και προτιμώντας να υιοθετώ μια αξιολογικά ουδέτερη στάση διερευνητική ως προς τον βαθμό στον οποίο τα ναρκισσιστικά στοιχεία ήταν εν δυνάμει περιοριστικά για εκείνη (1986).

Εάν επιχειρούσα να στρέψω την Αναστασία προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση (προκρίνοντας λόγου χάρη τη σύναψη σχέσεων ως αξιολογικά υπέρτερη της οικονομικής επιτυχίας, όπως θα πρότειναν ίσως κάποιες θεραπευτικές προσεγγίσεις), θα ήταν σαν, αφενός, να υπονοώ ότι εγώ γνωρίζω καλύτερα από εκείνη τι είναι καλύτερο για εκείνη και, αφετέρου, σαν να προσυπογράφω μία συγκεκριμένη κοσμοθεωρία/ιδεολογία/αξιακό σύστημα. Εξάλλου, με δεδομένο ότι σήμερα στις δυτικές κοινωνίες προκρίνεται ως αποκλειστικός στόχος ζωής η πραγμάτωση του εαυτού (κυρίως μέσα από την κατανάλωση προϊόντων, ιδεών και τρόπων ζωής) και αυτό σε συνδυασμό με τις διακηρύξεις περί αποδέσμευσης από τους περιορισμούς και αποδόμησης κάθε κανόνα και ορίου, αναρωτιέμαι αν στη σύγχρονη εποχή ένας “ναρκισσιστικός” τρόπος ύπαρξης (ή με “οριακά” χαρακτηριστικά σε κάποιες άλλες περιπτώσεις) θα πρέπει να θεωρείται οπωσδήποτε “ψυχοπαθολογικός” ή αν αποτελεί πλέον ένδειξη προσαρμοστικότητας. Θα έλεγα ότι, σήμερα, αρκετές δεκαετίες μετά την ίδρυση των “παραδοσιακών” θεραπευτικών προσεγγίσεων, η συζήτηση σχετικά με το τι είναι το ανθρώπινο άτομο και τι συνιστά “φυσιολογική” ή “ψυχοπαθολογική” ανάπτυξη, οφείλει να ξανανοίξει.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Οι αλλαγές που συντελούνται σε επίπεδο ταυτότητας, ανθρώπινου ψυχισμού και ψυχοπαθολογίας κατά την μεταμοντέρνα εποχή και η προσπάθεια κατανόησής τους υπό το πρίσμα της οριακής λειτουργίας.

Άνθρωποι και Κοινωνίες στα Πρόθυρα Οριακής Διαταραχής

6. Αντί επιλόγου

Θα κλείσω αυτό το κείμενο με μια σκέψη γύρω από τη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται σήμερα σχετικά με τη γενικευμένη έλλειψη ατομικού αλλά και συλλογικού νοήματος. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη τεκμηρίωση η διαπίστωση ότι η σύγχρονη κοινωνική επιταγή για ατομική ευδαιμονία ως μοναδικός στόχος ζωής, η αποδόμηση των μεγάλων αφηγήσεων υπό το πρόσχημα του εν δυνάμει ολοκληρωτισμού τους, σε συνδυασμό με μια διάχυτη αίσθηση παντοδυναμίας του (δυτικού κατά κύριο λόγο) ανθρώπου, έχει στερήσει τα άτομα από εκείνους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς πόρους που θα τους επέτρεπαν να αποδώσουν κάποιου είδους νόημα στη ζωή τους. Πράγματι, ένα πλήθος από μοναχικούς και εγωκεντρικούς ανθρώπους πλέει σε μια θάλασσα υπαρξιακού κενού (που ενίοτε εναποτίθεται στα γραφεία των ψυχολόγων) μέσα σε “απομαγευμένες” ανταγωνιστικές κοινωνίες, στις οποίες όπως εύστοχα το έχει διατυπώσει εδώ και 50 χρόνια ο Peter Marin (1975), ο εξατομικευμένος εαυτός θεοποιείται έχοντας αντικαταστήσει την ιστορία, την κοινότητα, τη σχέση, τον γείτονα, την τύχη ή τον Θεό…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

[1] Τα διαγνωστικά κριτήρια της λεγόμενης «Ναρκισσιστικής Διαταραχής της Προσωπικότητας», σύμφωνα με το DSM-IV-TR (2004, 285-286), είναι τα εξής: (1) Διαθέτει μεγαλειώδη αίσθηση σημαντικότητας του εαυτού (π.χ. μεγαλοποιεί τα επιτεύγματα και τα ταλέντα, προσδοκά να αναγνωρισθεί ως ανώτερος χωρίς ανάλογα επιτεύγματα). (2) Ενασχόληση με φαντασιώσεις απεριόριστης επιτυχίας, δύναμης, ευφυΐας, ομορφιάς, ή ιδανικής αγάπης. (3) Πιστεύει ότι είναι εξαιρετικός και μοναδικός άνθρωπος και μπορεί να γίνει κατανοητός μόνον από, ή θα πρέπει να σχετισθεί με, άλλους εξαιρετικούς ή υψηλού επιπέδου ανθρώπους (ή οργανισμούς). (4) Απαιτεί υπερβολικό θαυμασμό. (5) Έχει αίσθηση κατοχής ιδιαίτερων δικαιωμάτων, δηλαδή αδικαιολόγητες προσδοκίες εξαιρετικά ευνοϊκής αντιμετώπισης ή αυτόματης συμμόρφωσης με τις προσδοκίες του. (6) Διαπροσωπική εκμετάλλευση, δηλαδή εκμεταλλεύεται τους άλλους για να επιτύχει τους δικούς του σκοπούς. (7) Έλλειψη ενσυναίσθησης: είναι απρόθυμο να αναγνωρίσει ή να ταυτισθεί με τα αισθήματα και τις ανάγκες των άλλων. (8) Είναι συχνά ζηλόφθονο με τους άλλους ή πιστεύει ότι οι άλλοι είναι ζηλόφθονοι μαζί του. (9) Έχει αλαζονικές, υπεροπτικές συμπεριφορές ή στάσεις.
[2] Σύμφωνα με τον Carl Rogers, οι συνθήκες που πρέπει να χαρακτηρίζουν μια σχέση βοήθειας προκειμένου να επέλθει η αλλαγή, είναι οι εξής: 1. Δύο άτομα βρίσκονται σε επαφή (με την έννοια ότι το καθένα προκαλεί κάποια διαφορά στο αντιληπτικό πεδίο του άλλου). 2. Το ένα άτομο (πελάτης), βρίσκεται σε κατάσταση ασυμφωνίας, είναι ευάλωτο ή έχει άγχος (κατάσταση ασυμφωνίας μεταξύ εμπειρίας του οργανισμού και αντίληψης/συμβολοποίησης της από τον εαυτό – στην ουσία, η ασυμφωνία ταυτίζεται με τη λεγόμενη «ψυχοπαθολογία». 3. Το δεύτερο άτομο (θεραπευτής), είναι αυθεντικό στη σχέση (η αυθεντικότητα αναφέρεται σε έναν τρόπο ύπαρξης σύμφωνα με τον οποίο ο σύμβουλος βρίσκεται σε συμφωνία και είναι αληθινός στη σχέση με τον πελάτη). 4. Ο θεραπευτής βιώνει άνευ όρων αποδοχή για τον πελάτη (στάση αποδοχής χωρίς όρους, αξιολόγηση ή κριτική του πελάτη ως πρόσωπο). 5. Ο θεραπευτής βιώνει ενσυναισθητική κατανόηση για το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του πελάτη «σαν να» ήταν ο πελάτης βάζοντας στην άκρη το δικό του πλαίσιο αναφοράς). 6. Ο πελάτης αντιλαμβάνεται, τουλάχιστον σε έναν ελάχιστο βαθμό, τις συνθήκες 4 και 5, την άνευ όρων αποδοχή του θεραπευτή γι’ αυτόν και την ενσυναισθητική κατανόησή του. (Rogers, 1957).
American Psychiatric Association, (2000). Διαγνωστικά Κριτήρια DSMIVTR. Αθήνα: ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΙΤΣΑΣ, 2004.
Biermann-Ratjen, E-M. (1998). Incongruence and psychopathology. In B. Thorne & E. Lambers (Eds.), Person-Centred Therapy: A European Perspective (119-130). London: Sage Publications.
Bohart, A. C. (1990). A cognitive client-centered perspective on borderline personality development. In G. Lietaer, J. Rombauts & R. van Balen (Eds.), Client-Centered Psychotherapy in the Nineties (599-621). Belgium: Leuven University Press.
Gaylin, N. L. (2001). Moral aspects in psychotherapy. In N. L. Gaylin, Family, Self And Psychotherapy: A Person-Centered Perspective (77-84). UK: PCCS BOOKS Ltd.
Hauser, H. J. S. (2023). More than my experience: An argument for critical realism in the person-centred psychotherapy. Person-Centered and Experiential Psychotherapies. https://doi.org/10.1080/14779757.2023.2295528.
Καστρινίδης, Π. (1994). Η φαινομενολογία της ναρκισσιστικής νεύρωσης. Στο A. de Koning et. al. (1994), Ελευθερία και Σύμπτωμα: Μελέτες για μια Φαινομενολογική Προσέγγιση στην Ψυχιατρική και την Ψυχολογία (62-78). Αθήνα: ΕΝΤΡΟΠΙΑ.
Λας, Κ. (1979). Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού. Αθήνα: Εκδ. Νησίδες, 2002.
Lambers, E. (1994). Personality disorder. In D. Mearns, Developing Person-Centred Counselling (116-120). London: Sage Publication.
Marin, P. (1975). The new narcissism. Harpers Magazine, October.
McWilliams, N. (2000). Ψυχαναλυτική Διάγνωση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Mearns, D. & Thorne, B. (2007). Person-Centred Counselling in Action 3rd Edn. London: Sage Publications.
Miller, A. (2010). Οι Φυλακές της Παιδικής μας Ηλικίας. Αθήνα: ΡΟΕΣ.
Mitchell S. A. (1986). The wings of Icarus: Illusion and the problem of narcissism. Contemporary Psychoanalysis, 22:107-132.
Rogers, C. R. (1961). Το Γίγνεσθαι του Προσώπου. Αθήνα: ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ, 2006.
Rogers, C. R. (1957). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Consulting Psychology, 21(2):95–103.
Swildens, H. (1990). Client-centered psychotherapy for patients with borderline symptoms. In G. Lietaer, J. Rombauts & R. van Balen (Eds.), Client-Centered Psychotherapy in the Nineties (623-635). Belgium: Leuven University Press.
Warner, M. S. (2000). Client-centered therapy at the difficult edge: Work with fragile and dissociated process. In D. Mearns & B. Thorne (Eds.), Person-Centred Therapy Today: New Frontiers in Theory and Practice (144-71). Thousand Oaks: Sage.
Warner, M. S. (2006). Toward an integrated person-centered theory of wellness and psychopathology. Journal of the World Association for Person-Centered and Experiential Psychotherapy and Counseling, 5(1):4-20.
Warner, M. S. (2013). Difficult client process. In M. Cooper, M. O’Hara, P. Schmid & A. Bohart (Eds.), The Handbook of Person-Centred Psychotherapy and Counselling (343-358). UK: Bloomsbury Publishing.
Young, J. E., Klosko, J. S. & Weishaar M. E. (2013). Θεραπεία Σχημάτων: Ένας Οδηγός για τον Θεραπευτή. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.

Αν είχε κάποιο νόημα για εσάς αυτό το άρθρο θα χαρώ να πάρετε μέρος στη συζήτηση.

Μοιραστείτε τις σκέψεις σας στο τέλος του άρθρου στα ήδη υπάρχοντα0σχόλια.
Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on email
Βιβή Φατούρου

Βιβή Φατούρου

Είμαι η Βιβή Φατούρου και στη δουλειά μου ως ψυχολόγος και σύμβουλος ψυχικής υγείας βοηθάω τους ανθρώπους να γίνουν όλα όσα μπορούν να γίνουν. Γράφω κείμενα γύρω από όλα τα ανθρώπινα με βάση τη δική μου κατανόηση για τη ζωή, τα οποία στέλνω με email σε όλα τα μέλη της κοινότητας του Ψυχολογώ: Εγγραφή.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Εγγραφή στο Newsletter

Μείνετε σε επαφή με το Ψυχολογώ για να λαμβάνεται στο email σας τα νέα άρθρα και να ενημερώνεστε πρώτοι για οτιδήποτε καινούργιο συμβαίνει στο blog.

Τα στοιχεία σας παραμένουν απόρρητα και εμπιστευτικά. Όροι Χρήσης.

No comment yet, add your voice below!


Προσθήκη σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Ψυχολογικές - Συμβουλευτικές Υπηρεσίες

Ενημερωθείτε για τις υπηρεσίες που προσφέρω και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύω.