Η κριτική ψυχολογία συνιστά ένα αδιαφιλονίκητα ελκυστικό πεδίο γνώσης με ιδέες συναρπαστικές και προκλητικές, αλλά και πολλές θέσεις δυσκολονόητες ή (προσωπικά μιλώντας) εντελώς ακατάληπτες. Το βέβαιο είναι ότι η κατανόηση της κριτικής ψυχολογίας σε βάθος είναι επίπονο και πολυσχιδές έργο, καθώς απαιτεί ενδελεχή μελέτη ψυχολογίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας, επιστημολογίας και ιστορίας… τουλάχιστον!
Καταρχάς, η κριτική ψυχολογία δεν έχει να προσφέρει ακόμα μία θεωρία ψυχολογίας, ούτε αποτελεί ακόμα μία προσέγγιση της ψυχολογίας. Αποτελεί μάλλον ένα θεωρητικό ρεύμα της ευρύτερης οικογένειας του κοινωνικού δομισμού (1), το οποίο ασκεί κριτική στην κυρίαρχη ψυχολογία.
Βασική της θέση είναι ότι η παραδοσιακή ψυχολογία, στις δυτικές κοινωνίες, συντελεί στη διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, υποστηρίζοντας κοινωνικούς θεσμούς που ενισχύουν τις μη ικανοποιητικές συνθήκες ζωής (2). Στηριζόμενοι σε αυτή την άποψη, οι κριτικοί ψυχολόγοι διαμορφώνουν και διατυπώνουν ανοιχτά τον πολιτικό στόχο τους: να γίνουν φορείς κοινωνικής αλλαγής, μεταμορφώνοντας την ψυχολογία και συμβάλλοντας, περαιτέρω, στην αλλαγή της κοινωνίας.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΚΡΙΣΙΜΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Σε μια απόπειρα να την κατανοήσουμε, θα σκιαγραφήσουμε, αδρομερώς, τη θεωρία και τις θέσεις της κριτικής ψυχολογίας, μέσα από την παρουσίαση τριών ειδών ερωτημάτων που την απασχολούν: τα οντολογικά, επιστημολογικά και μεθοδολογικά ερωτήματα (3).
1. Οντολογικά Ερωτήματα
Τα οντολογικά ερωτήματα αφορούν τη φύση και τη σημασία της πραγματικότητας, του κόσμου και των ατόμων που τον κατοικούν. Η επικρατούσα οντολογική θέση σήμερα είναι ότι οι άνθρωποι είναι ξεχωριστοί, μοναδικοί και πλήρως υπεύθυνοι για τη ζωή τους (4). Πρόκειται για μία φιλοσοφία ακραίου ατομικισμού η οποία παραμελεί το κοινωνικό πλαίσιο και η οποία φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα με την κυρίαρχη ψυχολογία, η οποία μελετά μεμονωμένα το άτομο, τοποθετώντας τις αιτίες της συμπεριφοράς του και τη θεραπεία των προβλημάτων του εντός του.
Η κριτική ψυχολογία υποστηρίζει ότι ο ορισμός των προβλημάτων ως ατομικών, διασφαλίζει την απόπειρα να αλλάξουμε τα άτομα, αλλά όχι την κοινωνία. Η οντολογική θέση της κριτικής είναι ότι άτομο και κοινωνία αλληλοδιαπλέκονται σε τέτοιο βαθμό που στην ουσία μιλάμε για το ίδιο φαινόμενο (5). Άρα, για να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά, πρέπει να την εντάξουμε στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασής μας με τους άλλους και μάλιστα εντός των κοινωνικά κατασκευασμένων θεσμών (6). Θα διαπιστώσουμε τότε ότι πολλά προβλήματα είναι κοινά σε πολλούς ανθρώπους, ως απόρροια του κοινωνικοπολιτικού συστήματος.
Μιλώντας για την οντολογία και τον ορισμό των προβλημάτων, επιβάλλεται να αναφερθούμε στην έννοια της ιδεολογίας. Δηλαδή στις ιδέες που αποπειρώνται να εξηγήσουν ή να δικαιώσουν τον κόσμο, τις περισσότερες φορές μάλιστα προς το συμφέρον ομάδων που έχουν δύναμη και εξουσία (7).
Σήμερα, η κυρίαρχη ιδεολογία, είναι η ιδεολογία ενός καπιταλιστικού συστήματος που ενώ υποστηρίζει την ελευθερία και την ισότητα, στην πράξη συντηρεί την καταπίεση και τις ανισότητες (8). Κατά κύριο λόγο, η παραδοσιακή ψυχολογία υπηρέτησε αυτό το σύστημα, και συγκεκριμένα τις αξίες, τις υποθέσεις και τα συμφέροντα των λευκών αντρών της μέσης και ανώτερης τάξης (9).
Οι κριτικοί ψυχολόγοι πιστεύουν ότι πρέπει να συνδέσουμε την ψυχολογία με τα ζητήματα της ιδεολογίας και της ισχύος. Ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε τα ιδεολογικά μηνύματα που συγκαλύπτουν τον κοινωνικό προσδιορισμό των ψυχολογικών φαινομένων και να αποκαλύψουμε πώς, με σύμμαχο την κυρίαρχη ιδεολογία, τα κοινωνικά συστήματα ευνοούν συγκεκριμένες ομάδες, ενώ αποκλείουν και καταπιέζουν πλήθος άλλων (10).
2. Επιστημολογικά Ερωτήματα
Τα επιστημολογικά ερωτήματα αφορούν το αν η γνώση μας για τον κόσμο είναι αντανάκλαση κάποιας αντικειμενικής πραγματικότητας ή αν πρόκειται για κοινωνικά κατασκευασμένο φαινόμενο (11). Η παραδοσιακή ψυχολογία αντιλαμβάνεται τη γνώση ως συσσώρευση αντικειμενικών δεδομένων, και ασπάζεται τον εμπειρισμό (ό,τι βλέπουμε είναι αυτό που υπάρχει) και τον θετικισμό (ο κόσμος μπορεί να αποκαλυφθεί με την παρατήρηση) (12).
Η κριτική ψυχολογία υποστηρίζει ότι όλα όσα πιστεύουμε και γνωρίζουμε είναι ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένα. Εξαρτώνται δηλαδή από τις εκάστοτε κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Οι άνθρωποι δεν έχουν μια υπερ-ιστορική ή υπερ-πολιτισμική φύση, ούτε υπάρχει κάποιος παγκόσμιος, υπερ-ιστορικός εαυτός (13). Προφανώς, οι απόψεις αυτές οδηγούν στον σχετικισμό: στην άποψη ότι εφόσον όλα είναι σχετικά και οι αξίες έχουν νόημα μόνο σε σχέση με τον εκάστοτε πολιτισμό, δεν υπάρχουν ηθικά απόλυτα (14).
Για την κριτική ψυχολογία, ο στόχος είναι, αφενός να τοποθετήσουμε τις ψυχολογικές διαδικασίες σε κοινωνικά και χωρικά πλαίσια, και αφετέρου, αφού κατανοήσουμε πώς προέκυψαν τα ευρήματα της ψυχολογίας, να υποδείξουμε ποιών τα συμφέροντα εξυπηρετούν και ποιους καταπιέζουν.
3. Μεθοδολογικά Ερωτήματα
Τα μεθοδολογικά ερωτήματα αναφέρονται στις μεθόδους που χρησιμοποιούμε μελετώντας και ερευνώντας τον κόσμο και τα φαινόμενα που μας ενδιαφέρουν. Αν αποδεχτούμε την κοινωνική και όχι την ατομική φύση των ψυχολογικών φαινομένων, θα διαπιστώσουμε ότι οι μέθοδοι της παραδοσιακής ψυχολογίας, όπως η “αντικειμενική” παρατήρηση, δεν είναι επαρκείς (15).
Εκτός αυτού, η κριτική ψυχολογία υποστηρίζει ότι οι προσωπικές, επαγγελματικές και πολιτικές θέσεις των ψυχολόγων επηρεάζουν το ποια ερευνητικά ερωτήματα θα θέσουν, ποιες μεθόδους θα χρησιμοποιήσουν, σε ποια αποτελέσματα θα καταλήξουν και ποιες συστάσεις θα κάνουν (16).
Σε αντίθεση με τις ποσοτικές μεθόδους, η ποιοτική έρευνα αποτελεί μία μέθοδο που φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα με την κριτική, καθώς βοηθά τους ψυχολόγους να αντιληφθούν τον τρόπο που η κοινωνική τάξη, η φυλή και το φύλο διαμορφώνουν τις εμπειρίες (17). Επιπλέον, η ποιοτική έρευνα επιτρέπει την εισαγωγή, στην εκάστοτε μελέτη, των “μεροληψιών” του ίδιου του ερευνητή, οδηγώντας έτσι σε πιο ολοκληρωμένα και ξεκάθαρα συμπεράσματα.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Αναμφισβήτητα ακούγονται πολλές επικρίσεις για την κριτική ψυχολογία. Για παράδειγμα, ότι ασχολείται μόνο με την κοινωνική ψυχολογία. Ότι μετατρέπει τα πάντα σε πολιτικό θέμα. Ότι δεν έχει να προσφέρει τίποτα στους ανθρώπους που υποφέρουν. Επιπλέον, κάποιες από τις θέσεις της έχουν επικριθεί ως αφελείς, ελιτίστικες, αφηρημένες ή και ενάντια στην κοινή λογική.
Είναι αλήθεια ότι η θέση των κριτικών ψυχολόγων ότι όλα τα ηθικά επιχειρήματα έχουν την ίδια βαρύτητα, ότι “τα πάντα είναι σχετικά”, ενδέχεται να οδηγήσει σε ακραίο σχετικισμό. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, πρόκειται για ένα παράδοξο καθώς αν υποστηρίζω ότι “τα πάντα είναι σχετικά”, τότε γιατί και αυτό που υποστηρίζω να μην είναι σχετικό;
Προσωπικά δυσκολεύομαι σε αυτό το σημείο. Η προσπάθεια να διατηρήσω την κριτική ματιά σε κάθε περίπτωση, συχνά με μπερδεύει – στην ουσία, υιοθετώντας αυτή τη στάση, παίρνεις μια σαφή θέση υπέρ της απροθυμίας να πάρεις θέση! Είναι η παραδοξότητα της βεβαιότητας για μια θέση που βασίζεται στην αβεβαιότητα!
Ένας κίνδυνος που, σύμφωνα με τους επικριτές τους, αντιμετωπίζουν οι κριτικοί ψυχολόγοι είναι η μετατροπή τους σε μια νέα ιδεολογία (18). Πρόκειται επίσης για ειρωνεία, μιας και ο τρόπος με τον οποίο σκέπτεται η κριτική ψυχολογία έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να γίνει κυρίαρχος. Μόλις μια ιδέα επικρατήσει (μόλις γίνει ο κύριος τρόπος με τον οποίο σκέφτονται οι περισσότεροι), μετατρέπεται αυτομάτως σε κατεστημένο, άρα και σε εχθρό της κριτικής ψυχολογίας. Τελικά, ίσως το ζητούμενο της κριτικής ψυχολογίας, δεν είναι να δώσει οριστικές απαντήσεις, αλλά να προσφέρει τα μέσα και τον τρόπο επεξεργασίας των ερωτημάτων.
Τίθεται το ερώτημα για ποιο λόγο να αποφασίσει κάποιος να ασχοληθεί με την κριτική ψυχολογία και την κριτική σκέψη εν γένει. Μία απάντηση που, τουλάχιστον εμένα με καλύπτει, είναι το ότι δεν υπάρχουν οριστικές λύσεις για τα κοινωνικά προβλήματα παρά μόνο χωροχρονικά προσδιορισμένες. Αυτό που ίσως επιτυγχάνεται κάθε φορά είναι η σχετική βελτίωση ή επιδείνωση της ζωής περισσότερων ή λιγότερων ανθρώπων για κάποιο χρονικό διάστημα (19). Επομένως, πάντα θα υπάρχουν κατεστημένα να αμφισβητήσουμε και πάντα θα ανακύπτουν ζητήματα να ασχοληθούμε για τα οποία οι “λύσεις” του παρελθόντος δεν θα είναι κατάλληλες πλέον.
Προσωπικά, γνωρίζω ότι η διατύπωση κριτικών ερωτημάτων δεν είναι απλή υπόθεση. Προκαλεί αμφισβήτηση των διαδεδομένων ψυχολογικών πεποιθήσεων, αλλά και των δικών μας προσωπικών παραδοχών. Η γνώμη μου είναι ότι δεν χρειάζεται πάντα να κάνουμε κάτι. Και μόνο το γεγονός ότι έχω τη γνώση της κριτικής, προσωπικά με απελευθερώνει και μου τονώνει την αυτοπεποίθηση. Ακόμα και αν συνεχίζω να κάνω τα ίδια που έκανα, η θεώρησή μου για το τι είναι αυτό που κάνω και τι σημαίνει, έχει αλλάξει σημαντικά.
Το βέβαιο είναι ότι οι κριτικοί ψυχολόγοι δεν είναι ουδέτεροι κοινωνικά ή πολιτικά – όπως δεν είναι κανένας μας άλλωστε. Η διαφορά από τους υπόλοιπους είναι ότι δεν το συγκαλύπτουν. Ανοιχτά αμφισβητούν το υπάρχον θεσμικό σύστημα και ενεργητικά αποσκοπούν στην ανάπτυξη μιας περισσότερο πολυφωνικής και “δίκαιης” κοινωνίας, μέσα στην οποία η ψυχολογία μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει κάποιο ρόλο.
Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στον δάσκαλό μου Γ. Π., που μου έμαθε όσα ξέρω για την κριτική ψυχολογία.
Ελάτε να μου διηγηθείτε την ιστορία σας και να βρείτε τη θέση σας στο χώρο και στο χρόνο.
(1) Σύμφωνα με τον Ποταμιάνο (Ποταμιάνος, Γ. Α. και Συνεργάτες. (2002). Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική (5η έκδοση). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα), ο κοινωνικός δομισμός αναπτύχθηκε βασιζόμενος στο έργο των Burger και Luckman “Η Κοινωνική Κατασκευή της Πραγματικότητας” (Berger, P. L. and Luckmann, T. (2003). Η Κοινωνική Κατασκευή της Πραγματικότητας (2η έκδοση). Αθήνα: νήσος), οι οποίοι διατυπώνουν τη θέση ότι η πραγματικότητα κατασκευάζεται κοινωνικά από τις καθημερινές κοινωνικές και διαπροσωπικές πρακτικές των ατόμων. Η θεωρία της κοινωνικής κατασκευής αντιτίθεται στις ουσιοκρατικές προσεγγίσεις, καθώς απορρίπτει την ιδέα ότι τα πράγματα έχουν μια βαθύτερη, “πραγματική” ουσία και δεν αποδέχεται την έννοια της αντικειμενικής αλήθειας.
(2) Prilleltensky, I., Fox, D. and Austin, S. (2009). Critical Psychology for Social Justice: concerns and dilemmas (p. 4). In I. Prilleltensky, D. Fox και S. Austin (Eds), Critical Psychology. An Introduction (2nd Edition). London: Sage Publications.
(3) Η ιδέα για την προσέγγιση των θέσεων της κριτικής ψυχολογίας μέσω των ερωτημάτων που την απασχολούν προήλθε από το: Nightingale, D. και Neilands, T. (2003). Κατανοώντας και ασκώντας την κριτική ψυχολογία. Στο Γ. Α. Ποταμιάνος (Επιμ.), Κριτική Ψυχολογία. Εισαγωγή (pp. 148-176). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
(4) Owen, Ι. R. (1995). Social Constructionism and the Theory, Practice and Research of Psychotherapy: A Phenomenological Psychology Manifesto. Αλιεύτηκε την 28.11.2010 από http://www.intentionalitymodel.info/pdf/SOCCONST.pdf. Πρώτη δημοσίευση ως El construccionismo social y la teoria, practica e investigacion en psicoterapia: un manifiesto psicologia fenomenologica. Boletin de Psicologia, 46, pp. 161-186.
(5) Nightingale, D. και Neilands, T. (στο ίδιο, p. 158).
(6) Prilleltensky, I. και Fox, D. (στο ίδιο, p. 42).
(7) Nesbitt-Larking, P. (2003). Margins of difference: constructing critical political psychology. Interamerican Journal of Psychology, 37 (2), pp. 239-252.
(8) Prilleltensky, I., Fox, D. and Austin, S. (στο ίδιο, p. 6).
(9) Prilleltensky, I. και Fox, D. (στο ίδιο, p. 36).
(10) Prilleltensky, I., Fox, D. and Austin, S. (στο ίδιο, p. 14).
(11) Nightingale, D. και Neilands, T. (στο ίδιο, p. 156).
(12) Nightingale, D. και Neilands, T. (στο ίδιο, p. 159).
(13) Cushman, 1990, p. 599, στο: Richardson, F. C. and Fowers, B. J. (2003). Κριτική θεωρία, μεταμοντερνισμός και ερμηνευτική: θεωρήσεις της κριτικής ψυχολογίας. Στο Γ. Α. Ποταμιάνος (Επιμ.), Κριτική Ψυχολογία. Εισαγωγή (σελ. 494-528). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
(14) Richardson, F. C. and Fowers, B. J. (2003). Κριτική θεωρία, μεταμοντερνισμός και ερμηνευτική: θεωρήσεις της κριτικής ψυχολογίας (516). Στο Γ. Α. Ποταμιάνος (Επιμ.), Κριτική Ψυχολογία. Εισαγωγή (σελ. 494-528). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
(15) Nightingale, D. και Neilands, T. (στο ίδιο, p. 162).
(16) Prilleltensky, I., Fox, D. and Austin, S. (στο ίδιο, p. 4).
(17) Kidder, L. H. and Fine, M. (2003). Η ποιοτική έρευνα στην ψυχολογία: μια ριζοσπαστική παράδοση (p. 87). Στο Γ. Α. Ποταμιάνος (Επιμ.), Κριτική Ψυχολογία. Εισαγωγή (σελ. 85-117). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
(18) Rappaport, J. and Stewart, E. (2003). Ένα κριτικό βλέμμα στην κριτική ψυχολογία: επεξεργασία των ερωτημάτων (p. 562). Στο Γ. Α. Ποταμιάνος (Επιμ.), Κριτική Ψυχολογία. Εισαγωγή (σελ. 559-589). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
(19) Rappaport, J. and Stewart, E. (στο ίδιο, p. 569).
2 Σχόλια
Εγώ που ανήκω στον ευρύτερο χώρο της υγείας βλέπω τα τελευταία χρόνια μια ισοπεδωτική επικράτηση ενός τεχνοκρατικού μοντέλου υποτιθέμενα αντικειμενικού με παράλληλη περιθωριοποίηση οποιουδήποτε θελήσει να εκφράσει μια κριτική άποψη. Όσοι από εμάς επιμένουμε να σκεφτόμαστε κριτικά αντιμετωπιζόμαστε είτε ως ανορθολογικοί στην καλύτερη περίπτωση είτε ως εν δυνάμει επικίνδυνοι για την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων…
!!!!!