Μια θεραπεύτρια διηγείται τη συνάντησή της με μια “οριακή” θεραπευόμενη υπό το θεωρητικό και ερμηνευτικό πλαίσιο της προσωποκεντρικής προσέγγισης (φανταστική ιστορία και πρόσωπα).
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ "ΟΡΙΑΚΟΥ" ΤΡΟΠΟΥ ΥΠΑΡΞΗΣ
Το ιστορικό και όσα μου αναφέρει η Δανάη για τον εαυτό της και τη ζωή της, ιδωμένα μέσα από ένα ψυχιατρικό πρίσμα, στοιχειοθετούν την εικόνα μιας “κλασικής” Οριακής Διαταραχής Προσωπικότητας. Οι δυσκολίες και αστάθειες στις διαπροσωπικές σχέσεις της, το εσωτερικό διάχυτο αίσθημα κενού που τη βασανίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της, αλλά και η μη αναγνώριση και απαξίωση των εμπειριών της παιδικής της ηλικίας από το οικογενειακό της περιβάλλον, υποδηλώνουν τη δυσκολία της να συγκροτήσει μια αίσθηση εαυτού που να έχει προσωπικό νόημα και κάποιου είδους σταθερότητα ή συνεκτικότητα.
Μέσα από τις διηγήσεις της, φαίνεται ότι οι γονείς της δεν κατάφεραν να αποκριθούν σε εκείνη αναγνωρίζοντάς την ως πρόσωπο ούτε να την καλύψουν συναισθηματικά – ο πατέρας όντας απόμακρος και επιπλέον επικριτικός και η μητέρα αδιαφορώντας και παραμελώντας την τον περισσότερο καιρό. Τα περιστατικά από την παιδική της ηλικία, κατά τα οποία εκείνη έπρεπε να συνοδεύει τους γονείς της στα ταξίδια αναψυχής τους ακόμα και χάνοντας μέρες σχολείου, είναι μία ένδειξη ότι τα σημαντικά πρόσωπα της παιδικής ηλικίας της όχι μόνο δεν μπόρεσαν να την αναγνωρίσουν ως ξεχωριστό πρόσωπο με τις δικές του ανάγκες, αλλά έδειχναν ενεργητικά απαξίωση για τις δικές της ενασχολήσεις και εμπειρίες. Επιπλέον, αυτά τα περιστατικά υποδηλώνουν και μια έλλειψη ορίων στην οργάνωση της οικογενειακής ζωής (ανυπαρξία οριοθέτησης μεταξύ της διασκέδασης των γονέων και των σχολικών αναγκών του παιδιού).
Μαθαίνοντας για τις σχέσεις με μεγαλύτερα αγόρια στα σχολικά της χρόνια, αναρωτιέμαι αν οι γονείς της είχαν κάποιο ενδιαφέρον για τις εξωσχολικές και κοινωνικές της δραστηριότητες και αν το θεώρησαν απαραίτητο ή όχι να ασχοληθούν μαζί της και να την προστατέψουν θέτοντας τα κατάλληλα όρια.
Εξάλλου, ακραία παραβίαση ορίων και μάλιστα με τραυματικό τρόπο βίωσε η Δανάη όταν υπέστη σεξουαλική παρενόχληση από τον λίγο μεγαλύτερο από την ίδια γιο ενός φιλικού ζευγαριού των γονιών της, εμπειρία που κράτησε ανεπεξέργαστη μέσα της χωρίς να την μοιραστεί ποτέ με το περιβάλλον της. Το περιστατικό αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό της Lambers (1994) ότι οι τραυματικές εμπειρίες που δεν κατορθώνουν να ενσωματωθούν, αλλά ούτε και να τύχουν άρνησης ή διαστρέβλωσης (οι δύο βασικοί μηχανισμοί άμυνας σύμφωνα με την προσωποκεντρική προσέγγιση), είναι πολύ πιθανό να συμβάλλουν σε κάποιου είδους ευθραυστότητας της αίσθησης του εαυτού.
Μεγαλώνοντας λοιπόν σε ένα ολοφάνερα αδιάφορο και χαοτικό περιβάλλον, η Δανάη φαίνεται να στερήθηκε τη δυνατότητα, όπως θα το έθετε ο Bohart (1990), να μάθει την αναγκαιότητα ύπαρξης ξεκάθαρων τρόπων να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις, αλλά και το πώς να κάνει τα πράγματα να συμβούν με έναν τρόπο που να της προσφέρει σταθερότητα και προβλεψιμότητα.
Η απόφαση της δε να σπουδάσει νομική όπως ο πατέρας της με τον οποίο ένιωθε να ταυτίζεται από μικρή, είναι μια αρκετά ισχυρή ένδειξη ότι μέχρι την ηλικία των 18 δεν είχε καταφέρει να συγκροτήσει μια καλή αίσθηση της δικής της μοναδικής ταυτότητας ούτε είχε επιτύχει να “διαφοροποιηθεί” επαρκώς από τους άλλους (Bohart, 1990).
Σε σχέση με τις σχολικές της επιδόσεις, οι γονείς της δεν έδειχναν ενδιαφέρον για εκείνη και δεν της πρόσφεραν αναγνώριση για τα επιτεύγματά της σε αντίθεση με τους δασκάλους και καθηγητές της οι οποίοι την καμάρωναν και την εκθείαζαν. Μοιάζει στο σημείο αυτό η Δανάη να βίωσε ασυνέπεια σε σχέση με τους όρους αξίας που της υπέβαλε το περιβάλλον (Bohart, 1990), υπό την έννοια ότι λάμβανε “διπλά μηνύματα” ως προς την αξία και τις ικανότητές της.
Κατά τα σχολικά έτη φαίνεται να είχε συνάψει πολλές σχέσεις με διάφορα αγόρια, αλλά καμία από αυτές δεν της πρόσφερε κάποιου είδους σταθερότητα ή συνεκτικότητα. Την ίδια αστάθεια εξάλλου βίωνε και στις φιλικές της σχέσεις, εμφανίζοντας το χαρακτηριστικό ρεπερτόριο “οριακής” συμπεριφοράς με τις εναλλαγές μεταξύ εξιδανίκευσης και υποτίμησης. Στην πραγματικότητα δεν μπόρεσε ποτέ να συνδεθεί στενά και αυθεντικά με έναν άλλο άνθρωπο.
Στην κατά κανόνα δύσκολη περίοδο της εφηβείας και έχοντας στο ενεργητικό της μια σειρά από μη ικανοποιητικές και “αποτυχημένες” σχέσεις προχώρησε σε απόπειρα αυτοκαταστροφής. Λίγο αργότερα, στην τρίτη λυκείου, παρουσίασε προβλήματα με τη διατροφή της φτάνοντας να αποστεωθεί από τις δίαιτες, εξέλιξη που ίσως υποδηλώνει κάποιου είδους “διαταραχή” σε σχέση με την εικόνα σώματος.
Έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον της για τη νομική, στοιχείο ενδεικτικό της γενικότερης δυσκολίας της να έχει μια συνεκτική εικόνα των στόχων της και ίσως ακόμα της αδυναμίας της να δεσμευτεί σε έργα ζωής. Συνέχισε να σχετίζεται επιπόλαια με διάφορους άντρες χωρίς όμως να φαίνεται ότι αντλεί κάποια ικανοποίηση ή αίσθηση σύνδεσης από αυτές τις σχέσεις και επίσης έκανε χρήση κάνναβης και κοκαΐνης (προφανώς ως προσπάθεια “αυτοθεραπείας”). Στη συνέχεια βρήκε καινούργιο ενδιαφέρον (την ψυχολογία) και συγχρόνως ερωτεύτηκε έναν καθηγητή της προφανώς με την προσδοκία ότι ένας μεγαλύτερος άντρας θα της πρόσφερε στήριξη και καθοδήγηση. Κλασικά εξιδανίκευσε τη σχέση στην αρχή, αλλά όταν ο καθηγητής της ζήτησε να χωρίσουν εκείνη, βιώνοντας το χωρισμό ως εγκατάλειψη, προχώρησε σε δεύτερη απόπειρα αυτοκτονίας.
Όπως πολλοί “οριακοί” θεραπευόμενοι η Δανάη κάνει εκτεταμένη χρήση ψυχοφαρμάκων (αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά), ενώ την ίδια στιγμή διατηρεί μία αμφιθυμική στάση απέναντι σε αυτή την πρακτική και απέναντι στους γιατρούς που την παρακολουθούν κατά καιρούς.
Μου φαίνεται πολύ θετικό που έκρινε από μόνη της ότι χρειάζεται θεραπεία γιατί μια συχνά παρατηρούμενη δυσκολία με τις λεγόμενες διαταραχές προσωπικότητας είναι ότι πρόκειται για διαταραχές “συντονικές προς το εγώ”, με την έννοια ότι το άτομο που υποφέρει δεν αντιλαμβάνεται και δεν κατανοεί το δικό του ρόλο σε όσα του συμβαίνουν ώστε να ζητήσει βοήθεια.
Σε συμφωνία με τον “οριακό” τρόπο λειτουργίας της, η Δανάη έχει αλλάξει 3 θεραπευτές πριν έρθει σε εμένα, τους οποίους θεραπευτές έπειτα από ένα διάστημα ιδιαίτερα θερμής και καλής συνεργασίας, τελικά έφτασε να τους απαξιώσει κρίνοντας ότι είναι ανίκανοι να τη βοηθήσουν.
Σχετικό θέμα: Μια σύντομη παρουσίαση της κλινικής εικόνας του “οριακού” θεραπευόμενου, στο άρθρο Μια Ψυχιατρική Προσέγγιση της Οριακής Διαταραχής Προσωπικότητας.
Θέλει λέει να νιώσει επιτέλους καλύτερα για τον εαυτό της. Βιώνει τη ζωή της άδεια και νιώθει ένα γενικευμένο συναίσθημα εγκατάλειψης με κεντρικό παράπονο ότι κανένας άνθρωπος δεν τη θέλει στη ζωή του. Δεν ξέρει ποια είναι λέει, από τη μία νιώθει ότι είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου και από την άλλη ένα τίποτα, ένα σκουπίδι. Λέει ακόμα ότι έχει καταθλιπτική διάθεση, ότι συχνά αισθάνεται αυτοκτονική. Στην πρώτη συνεδρία, καθώς την ακούω, σκέφτομαι ότι θα της ταίριαζε πολύ η περιγραφή του Bohart (1990) ότι δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει μια αίσθηση εαυτού που να βασίζεται στην εμπειρία της ως οδηγό για δράση και ότι αναζητά ενδείξεις από το περιβάλλον προκειμένου να αποκριθεί. Ή ακόμα σκέφτομαι ότι θα της ταίριαζε αυτό που λέει ο Swildens (1990) ότι η αίσθηση εαυτού της δεν έχει όρια, συνοχή, συνέχεια και προστασία, ότι βρίσκεται διαρκώς υπό απειλή και δεν διαθέτει κανένα αξιόπιστο μέσο επεξεργασίας των νέων εμπειριών. Σκέφτομαι, τέλος, ότι θα της ταίριαζε αυτό που λέει η Warner (2000) ότι βιώνει εύθραυστη διαδικασία, ότι αποφεύγει να έρθει σε επαφή με τις εμπειρίες της ή, αντίθετα, ότι κατακλύζεται από τις εμπειρίες της λόγω αδυναμίας να τις κρατήσει σε ένα μεσαίο επίπεδο έντασης.
Κάνω αυτές τις σκέψεις ενώ την έχω μπροστά μου. Βλέπω μια νέα γυναίκα με ιδιαίτερα προσεγμένη εμφάνιση, με πλούσια πνευματικά χαρίσματα αλλά και μία δόση νευρικότητας συνάμα στην προσπάθειά της να κρύψει το θυμωμένο και εγκαταλελειμμένο παιδί που κρύβει μέσα της.
Σχετικά άρθρα:
Για το πώς κάποιοι φροντιστές, εξαιτίας ίσως δικών τους τραυμάτων, αποτυγχάνουν να δώσουν άνευ όρων αποδοχή στα παιδιά που φροντίζουν, δείτε το 1ο μέρος του Έχασα τον Εαυτό μου Λόγω Έλλειψης Αγάπης.
Για τις επιπτώσεις της αγάπης υπό όρους στον ψυχισμό του αναπτυσσόμενου οργανισμού που είναι το παιδί, δείτε το 2 μέρος του Έχασα τον Εαυτό μου Λόγω Έλλειψης Αγάπης.
Για τις διαταραχές στην αίσθηση του εαυτού και τις δυσλειτουργίες στον τρόπο ύπαρξης και σχετίζεσθαι με τους άλλους εξαιτίας της διαστρέβλωσης και άρνησης των εμπειριών μας, δείτε το 3ο μέρος του Έχασα τον Εαυτό μου Λόγω Έλλειψης Αγάπης.
Νιώθει ότι μαζί μου έχει βρει την ιδανική θεραπεύτρια και είναι σίγουρη ότι η δουλειά μας θα είναι παραγωγική και βοηθητική.
Και αυτή η κάπως βιαστική και ταυτόχρονα έντονη εξιδανίκευση είναι το γνώριμο καμπανάκι ότι η δουλειά με τη Δανάη αναμένεται να είναι (τι άλλο;) θυελλώδης και χαοτική.
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟΙ ΕΛΙΓΜΟΙ ΣΤΟΝ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ "ΟΡΙΑΚΟΤΗΤΑΣ"
Είναι ευρέως γνωστό ότι στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση υπάρχει μόνο ένα είδος “θεραπείας” ανεξάρτητα από τη φύση της δυσκολίας του πελάτη, ενώ ο ιδρυτής της προσέγγισης Carl Rogers σε κανένα κείμενό του δεν αναφέρθηκε ειδικά στην οριακή διαταραχή προσωπικότητας.
Σχετικό θέμα: Αν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερα για την προσέγγιση του ψυχολόγου Carl Rogers για τη συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία, μεταβείτε στη σελίδα Προσωποκεντρική Προσέγγιση.
Είναι επίσης γνωστό ότι, αναφορικά με τους “οριακούς” θεραπευόμενους, όλες οι θεραπευτικές προσεγγίσεις υπογραμμίζουν τη σημασία μιας θεραπευτικής σχέσης με καλή επαφή και εμπιστοσύνη, και μόνο σε δεύτερο χρόνο τη χρήση στρατηγικών αλλαγής (Quinn, 2011).
Όπως φάνηκε, η Δανάη έχει μια χαοτική αυτοεικόνα όπου συνυπάρχουν η απέχθεια για τον εαυτό μαζί με μια αίσθηση μεγαλείου, ενώ μοιάζει να διαβιεί σε ένα αέναο παρόν αποκομμένο από παρελθόν και μέλλον. Στις σχέσεις της, λόγω της απουσίας κάποιου χάρτη σχετικά με τη λειτουργία τους, αδυνατεί να εντάξει το βίωμά της σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ώστε να αντλήσει έτσι μια αίσθηση συνέχειας και προοπτικής (Bohart, 1990). Όταν δε οι καταστάσεις είναι αμφιθυμικές, επειδή δυσκολεύεται να τις κατανοήσει και να βγάλει νόημα, καταλήγει σε βιαστικά συμπεράσματα, κάνει splitting (σχάση, διχασμός), βιώνει θυμό ή κατάθλιψη και αναζητά εξωτερική καθοδήγηση (Bohart, 1990).
Με τα λόγια της Warner, δεν έχει αναπτύξει επαρκώς τη δυνατότητα επεξεργασίας των εμπειριών της και αυτό το έλλειμμα την εμποδίζει να βιώνει πυρηνικά για την ίδια θέματα σε ένα “κανονικό”, μέτριο επίπεδο συναισθηματικής έντασης, ενώ επιπλέον όταν βιώνει σημαντικές για την ίδια εμπειρίες έχει δυσκολία να δει την οπτική του άλλου (Warner, 2000).
Καθώς περιγράφει τις προσωπικές εμπειρίες της είναι φανερή η δυσκολία να τις βάλει σε λέξεις και να καταλάβει τι αισθάνεται, δυσκολία που βρίσκεται σε συμφωνία με τη διαπίστωση της Warner ότι στους “εύθραυστους” πελάτες η λειτουργία απόδοσης νοήματος είναι κάπως ελλειμματική (Warner, 2000).
Προσπαθώ να σχετιστώ μαζί της με τις θεραπευτικές συνθήκες του Rogers (1957), ελπίζοντας ότι μέσα σε αυτό το θεραπευτικό κλίμα η Δανάη θα μάθει να εμπιστεύεται, να αποδίδει νόημα και να διαχειρίζεται την εμπειρία της. Καθώς τη βοηθάω να κάνει νοηματοδοτήσεις αποφεύγω να γίνομαι πολύ διεισδυτική ή ερμηνευτική ώστε να μην νιώσει ότι την υποτιμώ ή την ακυρώνω. Για παράδειγμα, όταν φέρνει στη συνεδρία εξωτερικές συγκρούσεις επιλέγω έναν τόνο ηθικά ουδέτερο και τις διερευνώ όχι σε συναισθηματικό, αλλά περισσότερο σε γνωστικό επίπεδο (“σαν να φαίνεται ότι οι επιθέσεις που δέχεσαι από τη συγκεκριμένη συνάδελφο έχουν σχέση με τα δικά της προβλήματα”).
Πρόκειται για δύσκολη ισορροπία καθώς η θεραπευτική σχέση λόγω εγγενούς κοντινότητας μπορεί να γίνει δυνητικά πολύ απειλητική για κάποιον με ευάλωτη αίσθηση εαυτού (Lambers, 1994). Προσπαθώ να κάνω τη Δανάη να νιώσει ασφαλής, σεβαστή και κατανοητή αποφεύγοντας τις πολύ έντονες ενσυναισθητικές αποκρίσεις ώστε να διαφυλάξω όχι μόνο ότι δεν θα πλησιάσουμε σε “επικίνδυνες” εμπειρίες, αλλά επιπλέον ότι δεν θα πλησιαστούμε (Lambers, στο ίδιο). Επειδή ο ψυχισμός της είναι εύθραυστος προσπαθώ να διατηρώ μια στάση αποδοχής κάνοντας αντανακλάσεις χωρίς περιττές ερμηνείες, παρεμβάσεις ή καθοδηγήσεις που ενδεχομένως θα ενέτειναν την ευθραυστότητα (Warner, 2000).
Η σχέση μας είναι φυσικά έντονη. Ενώ υπάρχουν στιγμές που τίποτα συγκρουσιακό δεν σκιάζει την αλληλεπίδρασή μας, έχουμε συχνά και πολλές άλλες που η Δανάη τις χειρίζεται καταφεύγοντας στην “οριακότητα”, ιδίως όταν προκύπτουν καταστάσεις μέσα στη συνεδρία που της δημιουργούν στρες, την απογοητεύουν ή τις αισθάνεται απειλητικές (Bohart, 1990).
Η θεραπεία μετατρέπεται σε πεδίο μάχης και η εμπιστοσύνη κλονίζεται όταν εκείνη εκδραματίζει τη δυσφορία της (με ψυχαναλυτικούς όρους θα μιλούσαμε για μεταβίβαση). Επιστρατεύει τότε ισχυρές επιβιωτικές άμυνες προκειμένου να προστατευτεί με αποτέλεσμα μία “διαταραγμένη” συμπεριφορά (Swildens, 1990). Γίνεται απαιτητική, θυμώνει, απορρίπτει καθετί που λέω και με αντιμετωπίζει με υποτιμητικό τρόπο. Ταλαντεύεται αδιάκοπα ανάμεσα στην παρόρμηση της να με εγκαταλείψει (να διακόψει τη θεραπεία) και τον φόβο της ότι θα την εγκαταλείψω (ότι θα ζητήσω να διακόψουμε τη θεραπεία). Προσπαθώντας να αποτρέψω να κλιμακωθεί η ένταση, με βοηθάει να σκέφτομαι τη μεταφορά του Swildens, ότι για κάποιους ανθρώπους η ύπαρξή τους στον κόσμο μοιάζει με πόλεμο όπου ο εχθρός βρίσκεται παντού, οι άνθρωποι κατηγοριοποιούνται ως εχθροί ή φίλοι και οι άμυνες που χρησιμοποιούνται είναι σε συμφωνία με τους κανόνες που ισχύουν στον πόλεμο (Swildens, 1990).
Η λεγόμενη αντιμεταβίβαση είναι επίσης πολύ έντονη. Στο ένα άκρο νιώθω ματαίωση, θυμό και ότι με κατακλύζει με τις ανάγκες εξάρτησης και τις τεράστιες συναισθηματικές απαιτήσεις της (π.χ. για υπέρ το δέον συχνή επαφή μεταξύ των συνεδριών) και στο άλλο άκρο νιώθω μεγάλη συμπάθεια, βαθιά κατανόηση, διάθεση να τη βοηθήσω ή ακόμα και ανάγκη να τη «σώσω» (ανάγκη κοινή σε πολλούς θεραπευτές και που προφανώς έχει σχέση με δικά μας ανεπίλυτα κομμάτια…).
Η Lambers (1994) υποστηρίζει ότι ο θεραπευτής, αντιμέτωπος με προκλητικές συμπεριφορές εκ μέρους του θεραπευόμενου, οφείλει να μην παρασύρεται στηριζόμενος στην αυθεντική επίγνωση του εαυτού του. Γνωρίζοντας ότι η απότομη διακοπή της θεραπείας (dropout) είναι ένας μόνιμος κίνδυνος όταν υπάρχει “οριακή” λειτουργία, προσπαθώ να παραμένω παρούσα ολόκληρη χωρίς να της επιτρέπω να μου κάνει σχάση (καλή θεραπεύτρια – κακή θεραπεύτρια), πρόκειται όμως για μια ισορροπία που μοιάζει σαν περπάτημα σε κρύσταλλα. Η πρόκληση είναι να παραμείνει συνδεδεμένη με την εμπειρία της χωρίς να νιώσει ντροπή, απομόνωση, υπερφόρτωση ή οργή σε σημείο εγκατάλειψης της αλληλεπίδρασης (Warner, 2013).
Κάποια στιγμή που άρχισε να έχει έντονες αυτοκτονικές σκέψεις, σε συνεργασία με την ψυχίατρό της έγινα περισσότερο κατευθυντική, της μίλησα για την ασφάλειά της και της εξήγησα ότι δεν μπορώ να δουλέψω αυθεντικά μαζί της αν δεν είμαι σίγουρη ότι είναι ασφαλής. Όπως προτείνει ο Quinn (2011), τόλμησα να επικοινωνήσω αυθεντικά την ανησυχία μου εξηγώντας της ότι αναλαμβάνω το ρίσκο να τη δυσαρεστήσω. Ακόμα και στην ώρα της κρίσης, προσπάθησα να σεβαστώ την αυτονομία της, επικοινωνώντας με μη αμυντικό τρόπο την ευθύνη μου για εκείνη φροντίζοντας κατά το δυνατόν να μην τοποθετηθώ ως ανώτερη ή ως κάποια που την κρίνει (στο ίδιο, σ. 480).
Οι περισσότεροι θεραπευτές γνωρίζουν ότι ένα κεντρικό στοιχείο της θεραπείας στις λεγόμενες διαταραχές προσωπικότητας αποτελεί η διατήρηση του εαυτού του θεραπευόμενου και μόνο κατά δεύτερο λόγο η ανάπτυξη του δυναμικού του (Swildens, 1996). Μερικές φορές, η διαπίστωση αυτή μου προκαλεί ανυπομονησία ή ανία λόγω της αίσθησης ότι η θεραπεία δεν “προχωράει”, συναισθήματα όμως που υποχωρούν όταν θυμάμαι ότι η θεραπεία πρέπει να σέβεται το ρυθμό του πελάτη και ότι, ιδίως στις περιπτώσεις “ευθραυστότητας”, προέχει η κυριολεκτική και μεταφορική επιβίωση του θεραπευόμενου.
Ως θεραπεύτρια, προφανώς προσυπογράφω την αναγκαιότητα και προτεραιότητα της στήριξης του πελάτη, αλλά ταυτόχρονα πιστεύω ότι η θεραπεία οφείλει να είναι και φορέας αλλαγής. Προς την κατεύθυνσης της αλλαγής, ο Quinn (2011) προτείνει μηχανισμούς αλλαγής όπως η ενσωμάτωση των απειλητικών εμπειριών, η ανάπτυξη εσωτερικής εστίας ελέγχου και η ενίσχυση της αποδοχής του εαυτού και του άλλου. Στην ίδια γραμμή, ο Swildens (1990) μιλάει για την υπαρξιακή φάση της θεραπείας κατά την οποία ο πελάτης, συνεπικουρούμενος από μια περισσότερο ισότιμη και ενεργητική στάση του θεραπευτή, συμφιλιώνεται με την ευάλωτη πλευρά του και αρχίζει να κοιτάζει προς το μέλλον.
Ελάτε να μου διηγηθείτε την ιστορία σας και να βρείτε τη θέση σας στο χώρο και στο χρόνο.
Με τη Δανάη κινούμαστε θεραπευτικά μπρος πίσω μεταξύ, αφενός, της ασφάλειας (συνεδρίες με αποδοχή, σεβασμό, προβλεψιμότητα) και, αφετέρου, της ανάληψης κάποιου υπολογισμένου ρίσκου (συνεδρίες με ήπιες αντιπαραθέσεις, προσπάθειες συμφιλίωσης των πολωμένων πλευρών της, υπαρξιακές αναζητήσεις).
Μερικές φορές με βοηθάει να την σκέφτομαι, όπως λέει ο Quinn (2011), ως ένα ευάλωτο παιδί που έχει αναπτύξει ένα “αγκαθωτό” περίβλημα προστασίας και που αν του επιτραπεί να υπάρξει ως αυτό το “αγκαθωτό” πρόσωπο, θα αρχίσει να κινείται προς τη διαδικασία του να γίνει το πρόσωπο που είναι.
Παρά τις προκλήσεις, προσπαθώ να βλέπω τη Δανάη ως μια γυναίκα που παλεύει με γενναιότητα να τα βγάλει πέρα με πλήθος αντιξοότητες και την ενθαρρύνω να συνεργαστούμε ισότιμα προκειμένου να τις διαχειριστούμε. Συνεχίζουμε υπομονετικά το μακρύ ταξίδι μας αναζητώντας τη βέλτιστη ισορροπία μεταξύ απόστασης και κοντινότητας, με ζητούμενο μια θεραπευτική σχέση όπου η μία μπορεί να αναγνωρίσει την άλλη ως πρόσωπο. Και με αυτή την έννοια, προσπαθώντας να έχω μια μη εξουσιαστική στάση και να μένω ανοιχτή στην υπαρξιακή ελευθερία της (Warner, 2006), ελπίζω ότι καταφέρνω να κινούμαι εντός της προσωποκεντρικής προσέγγισης ακόμα και τις στιγμές που επιλέγω να της αποκριθώ με «μη-προσωποκεντρικό» τρόπο.
Bohart, A. C. (1990). A cognitive client-centered perspective on borderline personality development. In G. Lietaer, J. Rombauts & R. van Balen (Eds.), Client-Centered Psychotherapy in the Nineties. (599-621). Belgium: Leuven University Press.
Lambers, E. (1994). Borderline personality disorder. In D. Mearns, Developing Person-Centred Counselling. (110-113). London: Sage Publication.
Quinn, A. (2011). A person-centered approach to the treatment of borderline personality disorder. Journal of Humanistic Psychology, 51(4):465-491.
Rogers, C. R. (1957). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Consulting Psychology, 21, 95-103.
Swildens, H. (1990). Client-centered psychotherapy for patients with borderline symptoms. In G. Lietaer, J. Rombauts & R. van Balen (Eds.), Client-Centered Psychotherapy in the Nineties. (623-635). Belgium: Leuven University Press.
Swildens, H. (1996). Client-centered psychotherapy in personality disorders. In U. Esser, H. Pabst & G-W. Speierer (Eds.), The Power of the Person-Centered Approach. (205-213). Germany: GwG-Verlag.
Warner, M. S. (2000). Client-centered therapy at the difficult edge: Work with fragile and dissociated process. In D. Mearns & B. Thorne (Eds.), Person-Centred Therapy Today: New Frontiers in Theory and Practice. (144-71). Thousand Oaks: Sage.
Warner, M. S. (2006). Toward an integrated person-centered theory of wellness and psychopathology. Journal of the World Association for Person-Centered and Experiential Psychotherapy and Counseling, 5(1):4-20.
Warner, M. S. (2013). Difficult client process. In M. Cooper, M. O’Hara, P. Schmid & A. Bohart (Eds.), The Handbook of Person-Centred Psychotherapy and Counselling. (343-358). UK: Bloomsbury Publishing.
No comment yet, add your voice below!