Skip to content

Νευροεπιστήμη και Ψυχοθεραπεία: Προσοχή στο Κενό μεταξύ Εγκεφάλου και Κοινωνίας

Η διαφαινόμενη ραγδαία ανάπτυξη και διάδοση της νευροεπιστήμης τα τελευταία χρόνια, καθιστά εκ νέου επίκαιρη τη συζήτηση για τη σχέση μεταξύ “βιολογικού” και “κοινωνικού” και επομένως για τη σχέση μεταξύ φυσικών και κοινωνικών επιστημών ως προς την αντίληψή τους για αυτό που θα ονομάζαμε “ανθρώπινη φύση”. Ως ψυχολόγος και θεραπεύτρια, χωρίς να έχω την πρόθεση (ή και τη δυνατότητα) να εξαντλήσω το θέμα, εκφράζω στο παρακάτω κείμενο αφενός την αγωνία μου για το μέλλον των “θεραπειών διαμέσου του λόγου” και αφετέρου τη θέση ότι σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς περί “επιστημονικότητας” η σύγχρονη νευροβιολογική αντίληψη για τον άνθρωπο, όπως και κάθε είδους αντίληψη για τον άνθρωπο, (δεν μπορεί παρά να) είναι ιδεολογική.

[Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης: 15-20 λεπτά]

Κατά την άποψη πολλών βρισκόμαστε ενώπιον μιας Νευρο-επανάστασης (εφικτή εν μέρει και λόγω της αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας) όπου παρατηρείται μια στροφή προς το νευρο-οτιδήποτε (νευροπολιτική, νευροοικονομία, νευροκοινωνιολογία) η οποία επιφέρει αλλαγές σε όλα τα γνωστικά πεδία – από τις αγορές, την πολιτική και την απονομή της δικαιοσύνης μέχρι τη διαφήμιση, το μάρκετινγκ και την καλλιτεχνική έκφραση (Lynch, 2009).

Με δεδομένο το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό ειδικών και μη για τα επιτεύγματα της νευροεπιστήμης, τα ΜΜΕ προβάλλουν ευρήματα ερευνών συνήθως με υπεραπλουστευμένο τρόπο εκλαϊκεύοντας την “επιστημονική” γνώση και συμβάλλοντας με τη σειρά τους στη διαμόρφωση μιας νέας γλώσσας και τελικά, όπως θα δούμε, μιας νέας αντίληψης για τον άνθρωπο.

Στο χώρο της ψυχοθεραπείας γίνεται ήδη λόγος για αλλαγή παραδείγματος προς μια “νευρο-ψυχοθεραπεία” η οποία υποτίθεται θα ενσωματώνει τα ευρήματα της νευροεπιστήμης και θα δίνει έμφαση στο σύνολο των νευρωνικών συστημάτων που εμπλέκονται στην ανθρώπινη έκφραση (γνωστικές, συναισθηματικές, αισθητικές και συμπεριφορικές δεξιότητες) (Σεληνιωτάκη & Νέστορος, 2017). Σε όλα τα θεραπευτικά προγράμματα έχουν ενταχθεί οι σχετικές εκπαιδεύσεις ενώ κυκλοφορούν πλήθος ανάλογων σεμιναρίων από ειδικούς και μη αφού, κατά τα φαινόμενα, έχει αναδυθεί μια νέα επικερδής “αγορά”.

Το κύριο νευροεπιστημονικό εύρημα που φαίνεται να είναι χρήσιμο ή ενισχυτικό για τις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις είναι η πλαστικότητα του εγκεφάλου (neuroplasticity), όρος που αναφέρεται στην ικανότητα του εγκεφάλου να αλλάζει προσαρμοζόμενος στις εμπειρίες της ζωής καθώς και να παράγει νέους νευρώνες και να αναδιοργανώνει τα νευρωνικά του δίκτυα, δηλαδή να αλλάζει δομικά ως αποτέλεσμα της εμπειρίας (Jones-Smith, 2020).

Η ομολογουμένως σημαντική ανακάλυψη ότι ο εγκέφαλος τροποποιείται με την επίδραση του περιβάλλοντος, έρχεται να καταρρίψει την παλιά ιδέα περί σταθερής δομής του εγκεφάλου (κίνηση από τη δομή στη λειτουργία) και να καταδείξει ότι η θεραπεία (όπως και άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες) τροποποιεί όχι μόνο τη λειτουργία (π.χ. νέες νευρωνικές συνδέσεις), αλλά και τη δομή του εγκεφάλου καθώς συμβάλλει στην παραγωγή νέων νευρώνων, στη λεγόμενη νευρογένεση (κίνηση από τη λειτουργία στη δομή).

Σύμφωνα με την αισιόδοξη άποψη, η νευροεπιστήμη μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά με την επιστήμη της ψυχολογίας προς τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εικόνας για τον άνθρωπο, ενώ παράλληλα μπορεί να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας καταδεικνύοντας εκείνες τις θεραπευτικές παρεμβάσεις που ενεργοποιούν την πλαστικότητα του εγκεφάλου των πελατών.

Οι νευροσκεπτικιστές από την άλλη, κάπως πιο απαισιόδοξα, θέτουν μια σειρά από ερωτήματα:

Πόσο κοντά ή μακριά βρίσκεται η άποψη ότι η ψυχοθεραπεία είναι η αλληλεπίδραση δύο ανθρώπινων εγκεφάλων (JonesSmith, 2020) με την ποιότητα της θεραπευτικής συνάντησης όπως, λόγου χάρη, την έχει περιγράψει ο Rogers (1957/1989); Πόσο κοντά ή μακριά είναι το νευροεπιστημονικό “ο πελάτης πρέπει να αλλάξει την καλωδίωση του εγκεφάλου του” με το προσωποκεντρικό “ο πελάτης (πρέπει) να έρθει σε συμφωνία” ως ζητούμενο της θεραπείας;

Πόσο η παρατηρούμενη στροφή προς τη νευροεπιστήμη είναι κάποιου είδους νομοτέλεια ή συνέπεια μιας αναπόφευκτης προόδου; Πόσο στ’ αλήθεια πιστεύουμε ότι η “επιστήμη” σκέφτεται, ερευνά και προχωρά ελεύθερη και ανεπηρέαστη από τις κυρίαρχες ιδεολογίες και τα κυρίαρχα συμφέροντα; Πόσες εμπειρίες σαν την πρόσφατη της “πανδημίας” χρειαζόμαστε προκειμένου να καταλάβουμε ότι η περίφημη αντικειμενικότητα, ουδετερότητα και αθωότητα της “επιστήμης” είναι συχνά ιδεολογικά ύποπτη;

Και τελικά, δεδομένου ότι η νευροεπιστήμη βρίσκεται ακόμα σε εμβρυικό στάδιο ερευνών και, κατά γενική ομολογία, έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμα, μήπως θα ήταν συνετό να μην είμαστε τόσο ενθουσιώδεις ή βιαστικοί στα κελεύσματά της;

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Η Προσωποκεντρική Προσέγγιση για τη συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία του Αμερικανού ψυχολόγου Carl Rogers. 

1. Η ΑΝΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΣΤΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ

Εάν υποθέσουμε ότι η πηγή ενός ανθρώπινου προβλήματος, όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση ή η απώλεια του ελέγχου, εδράζεται στον εγκέφαλο μοιάζει “λογικό” να συμπεράνουμε ότι, εφόσον καταδεικνύεται ως αιτία του προβλήματος ο εγκέφαλος, η θεραπευτική παρέμβαση οφείλει να εστιάσει στη μεταβολή του νευρικού συστήματος (Gergen, 2016). Οφείλει δηλαδή να ευθυγραμμιστεί με έναν στενά βιολογικό προσανατολισμό στην κατανόηση των ανθρώπινων προβλημάτων ο οποίος όμως δεν λαμβάνει υπόψη του ότι έννοιες όπως η “χαμηλή αυτοεκτίμηση” και η “απώλεια του ελέγχου” είναι κοινωνικά και πολιτισμικά διαμορφωμένες.

Σύμφωνα με έναν περισσότερο κοινωνικό προσανατολισμό, τα προβλήματα του ανθρώπου νοηματοδοτούνται με βάση το εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο, επομένως η έμφαση θα πρέπει να δίνεται στις διεργασίες δημιουργίας αυτού του νοήματος, ένα πεδίο δηλαδή όπου η νευροεπιστήμη έχει ελάχιστα ή τίποτα να εισφέρει (Gergen, 2016).

Πράγματι, όπως αναφέρει ο Παπαμιχαήλ (2001:177) η νευροεπιστήμη μπορεί να απαντήσει στο “πώς” λειτουργεί ο εγκέφαλος αλλά όχι στο “γιατί” λειτουργεί έτσι, για παράδειγμα μπορούμε να εξηγήσουμε τι συμβαίνει στον εγκέφαλο όταν ερωτευόμαστε (“πώς”), αλλά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί αυτή η λειτουργία εμφανίζει τόσες αντιθέσεις, δυσκολίες και διαφορετικές προτιμήσεις κατά την ιστορία της ζωής των ανθρώπων (“γιατί”).

Η εστίαση στο “πώς” και η μονομερής απόδοση των ψυχολογικών προβλημάτων σε βιολογικές αιτίες, προάγει μια ιατρικά προσανατολισμένη θεραπευτική προσέγγιση (Gergen, 2016:211) και το ερώτημα για τους θεραπευτές ιδίως της ανθρωπιστικής παράδοσης είναι πώς θα καταφέρουν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους υιοθετώντας ένα ιατρικό μοντέλο περιγραφής και κατανόησης όπως η νευροεπιστήμη δεδομένου μάλιστα ότι, παραδοσιακά, οι ανθρωπιστικές προσεγγίσεις έχουν ασκήσει δριμεία κριτική στην ιατρικοποίηση της ψυχικής δυσφορίας.

Εκείνο που έχει καθοριστική σημασία εδώ είναι φυσικά το πώς κατανοούμε αυτό που ονομάζεται “ανθρώπινη φύση”.

…χρειαζόμαστε μια βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οι κοινωνικές επιστήμες αντικαταστήσουν τη σημερινή φορτισμένη ιδεολογικώς και αποσπασματική προσέγγιση που ακολουθούν με αντικειμενική επιστήμη, που θα βασίζεται σε μια ολοκληρωμένη θεωρία της συμπεριφοράς. Υπάρχει μόνο μια τέτοια θεωρία, και γι’ αυτό προβλέπω ότι σε 50 χρόνια από σήμερα κάθε Τμήμα Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας θα έχει στον τοίχο ένα πορτρέτο του Δαρβίνου.

[Η φράση διατυπώθηκε το 2007 από τον Frans de Waal καθηγητή της συμπεριφοράς των πρωτευόντων στο Emory University (στο Ντινόπουλος, 2015:176)]

Εκείνοι που υπερασπίζονται τη βιολογική “φύση” του ανθρώπου υποστηρίζουν ότι η μόνη διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα ζώα είναι ότι ο άνθρωπος έχει αναλογικά μεγαλύτερο εγκέφαλο (Ντινόπουλος, 2015), ενώ οι υπέρμαχοι της κοινωνικής “φύσης” του ανθρώπου υποστηρίζουν ότι “το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα άλλα είδη είναι η εξωτερικότητα των βασικών μηχανισμών της εξέλιξής του […] [η οποία] ενέχει αναγκαστικά την ιστορική διάσταση του κοινωνικού περιβάλλοντος” (Παπαμιχαήλ, 2001:176).

Στο χώρο της “νευρο-ψυχοθεραπείας”, ενώ γίνεται συζήτηση για “κοινωνικό εγκέφαλο” (Cozolino, 2010) και υποστηρίζεται ότι οι θεραπευτές με βάση τα ευρήματα της νευροεπιστήμης θα πρέπει πλέον να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους την επίδραση του περιβάλλοντος (Jones-Smith, 2020), το περιβάλλον στο οποίο αναφέρονται φαίνεται να γίνεται αντιληπτό ως κάτι που υπάρχει εκεί έξω ασκώντας απλώς εξωτερική επιρροή στο άτομο. Με τον τρόπο αυτό υποβαθμίζεται η κοινωνική διάσταση του ανθρώπου και αφήνεται να εννοηθεί ότι υπάρχει κάποιος “εαυτός”, κάποια ατομικότητα ή κάποια “ανθρώπινη φύση” πριν ή ανεξάρτητα από την κοινωνία.

Οι θεραπευτές προφανώς δεν περιμέναμε τη θεωρία της νευροπλαστικότητας να μας επιβεβαιώσει την κοινωνική φύση του ανθρώπου που ήδη γνωρίζαμε από τον Αριστοτέλη. Λαμβάνουμε υπόψη μας το περιβάλλον όχι απλώς ως εξωτερική επιρροή όπως φαίνεται να το αντιλαμβάνεται η νευροεπιστήμη, αλλά ως συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης “φύσης” στη βάση της ιδέας ότι δεν υπάρχει ανθρώπινο άτομο χωρίς κοινωνία, ενδεχομένως ούτε καν κάποια πρώτη “φύση” ελεύθερη από ανθρώπινες αξίες, προσδοκίες και συμφέροντα. Στη δε θεραπευτική συνάντηση, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν είχαμε την αίσθηση ότι αλληλεπιδρούν απλώς δύο εγκέφαλοι, αλλά δύο ιστορικά και κοινωνικά υποκείμενα.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Η Θεραπευτική Συνάντηση: Ποια είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας γνήσιας σχέσης βοήθειας σύμφωνα με την Προσωποκεντρική Προσέγγιση; 

Στο βαθμό που ενισχύονται οι τάσεις για περιορισμό του ανθρώπου στις βιολογικές συνιστώσες του και επομένως για υποβάθμιση του ρόλου της ιστορίας και του ανθρώπινου πολιτισμού, ο κίνδυνος για τις “θεραπείες μέσω του λόγου” μεγαλώνει, όπως καταδεικνύει η παρατηρούμενη σήμερα τεράστια στροφή στην ψυχοφαρμακολογία (Gergen, 2016). Οι συνήθως μακροχρόνιες, κοστοβόρες και μη εγγυημένου αποτελέσματος ψυχοθεραπείες μοιάζουν ολοένα και λιγότερο ελκυστικές στη σύγκρισή τους, ας πούμε, με ένα χάπι ιδίως καθώς εμπεδώνεται στον κοινό νου η ιδέα ότι τα ψυχικά προβλήματα είναι μεταμφιεσμένα βιολογικά προβλήματα.

Η απάντηση για το αν η ανθρώπινη “φύση” είναι βιολογικά ή κοινωνικά κατασκευασμένη δεν έχει δοθεί ακόμα και αμφιβάλλω αν θα δοθεί ποτέ. Για να προσεγγίσουμε επομένως τα ανθρώπινα φαινόμενα μάλλον θα ήταν προτιμότερο να υπερβούμε το δίπολο “βιολογία ή κοινωνία” και να εξετάσουμε τις δυναμικές ανάμεσα στα δύο (Slaby, 2010). Ο σκοπός τότε μια κριτικής ανάλυσης δεν θα ήταν να αποδείξει ότι η βιολογική συνιστώσα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι άνευ σημασίας, αλλά να αμφισβητήσει την ικανότητά της να εξηγήσει στην ολότητα της την ανθρώπινη πραγματικότητα.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Η Κριτική Ψυχολογία ως κίνημα αμφισβήτησης της παραδοσιακής ψυχολογίας και ως φορέας κοινωνικής αλλαγής. 

2. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΑΣ ΤΕΛΙΚΑ;

Η ανθρωπιστική σχολή ψυχοθεραπείας εστιάζει το ενδιαφέρον της στο υποκειμενικό πλαίσιο αναφοράς του ατόμου, ενώ αντίθετα η νευροεπιστήμη στο αντικειμενικό βιολογικό σώμα, συγκεκριμένα στο νευρικό σύστημα. Πρόκειται καταφανώς για διαφορετικά αντικείμενα μελέτης και η ταύτισή τους ενέχει τον κίνδυνο του βιολογικού αναγωγισμού, της αναγωγής δηλαδή της κοινωνικής πραγματικότητας στους νευρώνες και στα γονίδια. Η λανθάνουσα απλουστευτική υπόθεση της νευροεπιστήμης ότι τα ψυχικά φαινόμενα μπορούν να εξηγηθούν με την εμπειρική μελέτη του εγκέφαλου βρίσκεται σε πλήρη επιστημολογική ασυμβατότητα με την αντι-εμπειριστική μεθοδολογία της ανθρωπιστικής προσέγγισης (Traicu & Joober, 2017).

Για να πάρουμε ένα παράδειγμα, η έννοια του “τραύματος” ως αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας είναι πολύ διαφορετικής φύσης φαινόμενο από την έννοια της βαρύτητας που μελετάει ο φυσικός επιστήμονας. Το “τραύμα” νοηματοδοτείται ιστορικά και κοινωνικά (επομένως μεταβάλλεται η σημασία του) ενώ η “βαρύτητα” υπάρχει στον φυσικό κόσμο σταθερά και ανεξάρτητα από ιστορία και κοινωνία.

Εάν θεωρήσουμε λοιπόν ότι τα “ψυχικά” φαινόμενα (αντικείμενο μελέτης των κοινωνικών επιστημών) δεν ταυτίζονται με τα βιολογικά φαινόμενα (αντικείμενο μελέτης των φυσικών επιστημών) θα χρειαστούμε διαφορετικές μεθόδους παρατήρησης, κατανόησης και εξήγησης. Σε αντίθεση με τις φυσικές επιστήμες που ενδιαφέρονται για το “πως”, θα πρέπει να απαντήσουμε στο “γιατί” που λέγαμε παραπάνω, να στραφούμε δηλαδή στο νόημα της ανθρώπινης εμπειρίας.

Και να σημειώσουμε πως όταν λέμε ότι είναι επιστημολογικό σφάλμα η απλή αναγωγή του “ψυχικού” στο βιολογικό, ως “ψυχικό” δεν εννοούμε κάτι μεταφυσικό αλλά το κοινωνικό-συμβολικό. Εάν απαλλαγούμε από την “ψυχή” και “εντάξουμε τον άνθρωπο στον φυσικό κόσμο” όπως προτείνει μια νευροβιολογική προσέγγιση (Ντινόπουλος, 2015), σημαίνει ότι καταργούμε μαζί και την κοινωνική διάσταση του ανθρώπου, εφόσον ως ψυχή ορίσουμε, πέραν του βιολογικού σκέλους, το σύνολο της κοινωνικής πρακτικής στη δεδομένη ιστορική στιγμή (Μπιτσάκης, 1992).

Μέσα στην γενικότερη κρίση (ατομικού και συλλογικού) νοήματος της μετανεωτερικής εποχής όπου η ερώτηση για το “γιατί” έχει εξοβελιστεί από τη συζήτηση, οι θεραπευτές θα έπρεπε να υπερασπίζονται τη σημασία της ανθρώπινης εμπειρίας και του ατομικού προσωπικού νοήματος ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να ανησυχούν διαπιστώνοντας ότι “το ανθρωπιστικό όραμα παραμερίζεται από την υλιστική εργαλειακή λογική” (Gergen, 2016:212).

Σε διαφορετική περίπτωση, η “θεραπεία δια του λόγου” ασπαζόμενη άκριτα τη λογική της νευροεπιστήμης κινδυνεύει να γίνει ακόμα περισσότερο ατομικιστική από όσο ήδη κατηγορείται ότι είναι. Δεν αποκλείεται κιόλας να απολέσει τον σχεσιακό και συμβολικό προσανατολισμό της και να μετατραπεί σε μια σειρά από απλές τεχνικές παρέμβασης στο βιολογικό πεδίο. Ίσως ακόμα βασιζόμενη στην ολοένα και αυξανόμενη δυνατότητα αποκρυπτογράφησης του εγκεφάλου να συμβάλλει σε ενδεχόμενες απόπειρες χειραγώγησης των ανθρώπων με παρεμβάσεις τροποποίησης της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς προς τις επιθυμητές κάθε φορά κατευθύνσεις.

Είναι γεγονός ότι οι “παραδοσιακοί” θεραπευτές, όντας και οι ίδιοι μέρος ενός κατακερματισμένου ιδεολογικά κοινωνικού πλαισίου βιώνουν θεωρητική και μεθοδολογική σύγχυση σχετικά με το τι είναι “επιστημονικό”, “έγκυρο”, “αληθινό” και τι δεν είναι. Συναντά κανείς θεραπευτές που ενώ υποτίθεται ασπάζονται τη θεωρία περί κοινωνικής κατασκευής του φύλου, την ίδια στιγμή επιχειρούν να εξηγήσουν γυναικείες και ανδρικές συμπεριφορές με αναφορά στην (έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενη) θεωρία περί “θηλυκού” και “αρσενικού” εγκεφάλου.

Οι θεραπευτές χρειάζεται να αναρωτηθούμε για ποιο λόγο επιθυμούμε ή αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να ενισχύσουμε την ψυχοθεραπεία με τη νευροεπιστήμη. Για ποιο λόγο άραγε θεωρούμε απαραίτητη την “τεκμηρίωση” των μεθόδων και θεωριών μας από τις “σκληρές” επιστήμες;

3. ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ;

Με δεδομένη την κρίση που διέρχονται οι “παραδοσιακές” θεραπείες, είναι κατανοητό σε ένα βαθμό να στρεφόμαστε στη νευροεπιστήμη προκειμένου να αποδείξουμε την “επιστημονικότητά” μας ακόμα και με κίνδυνο να προσχωρήσουμε σε ένα επιστημολογικό παράδειγμα που μας απομακρύνει από τη φιλοσοφία μας.

Βλέπουμε να επιχειρούνται επιστημολογικά άλματα προσπαθώντας να “μεταφράσουμε” επιμέρους ψυχοθεραπευτικούς όρους στη γλώσσα της νευροεπιστήμης. Πόσο όμως “νομιμοποιούμαστε” επιστημολογικά να κάνουμε αντιστοιχίες μεταξύ, π.χ., της νευροπλαστικότητας και της τάσης πραγμάτωσης της προσωποκεντρικής προσέγγισης δεδομένου ότι οι διάφορες ψυχοθεραπευτικές έννοιες, όπως λόγου χάρη η ενσυναίσθηση, δεν αποτελούν μεμονωμένες τεχνικές, αλλά εννοιολογικές κατασκευές που νοηματοδοτούνται στα πλαίσια ενός ευρύτερου θεωρητικού σχήματος;

Είναι αλήθεια ότι η γλώσσα της θεραπείας (ενσυναίσθηση, αυθεντικότητα, αυτοπραγμάτωση, ενδυνάμωση και λοιπά) έχει γίνει τόσο mainstream και έχει σε τέτοιο βαθμό απαξιωθεί (psychobabble) που ίσως θεωρούμε ότι η ενσωμάτωση όρων όπως “νευρώνες” και “γονίδια” θα μας αναβαθμίσει “επιστημονικά” προσφέροντάς μας μια επίφαση “επιστημοσύνης”. Όμως, όσο περισσότερο αφηνόμαστε σε αυτή την παρόρμηση, τόσο περισσότερο συμβάλλουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, στη γενικότερη υποβάθμιση των κοινωνικών επιστημών και τελικά ομολογούμε έμμεσα ότι ο δικός μας λόγος δεν έχει κάτι σημαντικό να εισφέρει στη συζήτηση.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ – ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Η ψυχοθεραπευτική εμπειρία: Αποδομήστε και αναδομήστε την ιστορία σας, βρείτε τη θέση σας στον χώρο και στον χρόνο και γίνετε όλα όσα μπορείτε να γίνετε.

Πέρα από ορολογίες πάντως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι “παραδοσιακές” θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως η ψυχαναλυτική και η προσωποκεντρική, διαθέτουν μια συγκεκριμένη θεωρία για τον άνθρωπο η οποία βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με τις θεραπευτικές μεθόδους τους. Με άλλα λόγια διαθέτουν έναν μύθο, μια μυθολογία και μοιραία έναν αξιακό προσανατολισμό υποστηρίζοντας, λόγου χάρη, ότι ο άνθρωπος είναι κατά βάση καλός και ωθείται από την τάση πραγμάτωσης (προσωποκεντρική προσέγγιση). Η νευροεπιστήμη από την άλλη υποτίθεται ότι δεν έχει κάποιο αξιακό προσανατολισμό, τουλάχιστον όχι ρητά διατυπωμένο, ούτε βασανίζεται όπως βασανίστηκαν οι παραδοσιακοί θεραπευτές με φιλοσοφικές ανησυχίες του τύπου “τι είναι ο άνθρωπος”.

Σήμερα πλέον, η τάση στο πεδίο της θεραπείας είναι η αποδόμηση των μεγάλων θεωριών και οι α-θεωρικές προσεγγίσεις, στα πλαίσια της ευρύτερης μετανεωτερικής τάσης για αποδόμηση των μεγάλων αφηγήσεων και αμφισβήτησης της απόλυτης αλήθειας. Στο ακαδημαϊκό και λαϊκό φαντασιακό μοιάζει να υπάρχει η πεποίθηση ότι σύντομα οι επιστημονικές προσεγγίσεις του εγκεφάλου θα αντικαταστήσουν τις πολιτισμικές, φιλοσοφικές, λογοτεχνικές ή λαϊκές εξηγήσεις των ανθρώπινων φαινομένων (Slaby, 2010), δηλαδή θα καταργήσουν τους μύθους. Με ένα λόγο, “ο φετιχισμός της τεχνολογίας και της νευροεπιστήμης” (Λίποβατς, 2021:153) μέσα στο σύμπαν της μετανεωτερικότητας φαίνεται να εκτοπίζει από τη συζήτηση τα φιλοσοφικά και κατ’ επέκταση ηθικά ερωτήματα ως μεταφυσικά.

Η απαλλαγή από τους μύθους όμως δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση.

Όπως θα δούμε, ακόμα και στη σημερινή δήθεν “απομαγευμένη” εποχή, η εκτοπισμένη “μεταφυσική” βρίσκει τρόπο να μπει από το παράθυρο αποδεικνύοντας ότι η παρουσία μύθων στο κοινωνικό γίγνεσθαι παραμένει πάντοτε ενεργή έστω και υπό το μανδύα της επιστήμης. Ο Rogers, έχοντας κατανοήσει αυτό το αναπόφευκτο γεγονός, μας προέτρεπε ήδη από το 1957 να είμαστε ειλικρινείς και να έχουμε το θάρρος να αντικρίσουμε τις φανερές ή συχνότερα συγκαλυμμένες φιλοσοφικές και ιδεολογικές παραδοχές μας.

One cannot engage in psychotherapy without giving operational evidence of an underlying value orientation and view of humane nature. It is definitely preferable, in my estimation, that such underlying views be open and explicit, rather than covert and implicit.

[Carl Rogers, 1957/1989]

4. ΤΟ ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΠΡΕΠΕΙ

Παρόλο που η νευροεπιστήμη διατείνεται ότι είναι μία “καθαρή”, “σκληρή” επιστήμη που δεν ηθικολογεί ούτε προτάσσει κάποιον αξιακό κώδικα, έμμεσα φαίνεται να παράγει έναν ιδεολογικό και κανονιστικό λόγο, απλώς με έναν συγκαλυμμένο τρόπο, υπό το μανδύα της “επιστημοσύνης” της.     

Σε σχέση με τον ιδεολογικό ρόλο της, έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός που αναδεικνύει ο Slaby (2010) μεταξύ του σύγχρονου νευροβιολογικού λόγου και του λόγου που χρησιμοποιείται στα πεδία του management και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπου γίνεται λόγος για δίκτυα, ευελιξία και ικανότητα προσαρμογής σε συνεχώς μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα και όπου φαίνεται ότι η περιγραφή του εγκεφάλου θυμίζει τη δομή της μοντέρνας εταιρείας. Παράλληλα, η Malabou (2008 στο Slaby, 2010:406) αναδεικνύει μία παραδοξότητα που ενυπάρχει στον νευροεπιστημονικό λόγο όπου από τη μία “οι ανακαλύψεις σχετικά με τις αναπλαστικές ικανότητες του εγκεφάλου μοιάζει να οδηγούν σε μια αίσθηση ελευθερίας και διευρυμένων δυνατοτήτων” και από την άλλη η σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική οργάνωση φαίνεται να εκλαμβάνεται ως αναπόφευκτη κατάσταση, ως “αέναη πραγματικότητα της νευρωνικής οργάνωσης”.

It is as if the brain is made for flexible capitalism, as if it has a more or less natural response to the demands of the present.

[Martin Hartmann, 2010 στο Slaby, 2010]

Σύμφωνα με μια κονστρουξιονιστική οπτική, η νευροεπιστήμη συμμετέχει εκούσια ή ακούσια στη “δημιουργία ανθρώπων” ή αλλιώς στην κατασκευή μιας νέας κατανόησης για τον άνθρωπο ως δημιούργημα διεργασιών στον εγκέφαλο με αποτέλεσμα την αφαίρεση από τα άτομα της δικαιοδοσίας να αποφασίζουν για κανονιστικά θέματα και την ανάθεση αυτής της εξουσίας στους “ειδικούς” του εγκεφάλου (Slaby, 2010), στάση εκ διαμέτρου αντίθετη με την ανθρωπιστική αντίληψη του ανθρώπου ως του μόνου ειδικού της δικής του ζωής.

Με βάση κάποια υποτιθέμενη “πρώτη φύση” στην οποία εννοείται ότι έχει πρόσβαση η νευροεπιστήμη (“πώς είναι τα πράγματα”) περνάμε ανεπαισθήτως σε μια επιχειρηματολογία υπέρ του κανονιστικού, περνάμε δηλαδή σε ένα “δέον”, σε ένα “πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα” και έτσι εισερχόμαστε όπως αναφέρει ο Slaby (2010) στο χώρο της ιδεολογίας, όπου οι νευροβιολογικές παρατηρήσεις τείνουν να μετατραπούν σε κοινωνικούς και ηθικούς κανόνες.

Εύλογα μπορούμε να αναρωτηθούμε ποια είναι αυτή η “πρώτη φύση”. Ποιο είναι αυτό το “είναι” το ελεύθερο από κοινωνικούς προσδιορισμούς το οποίο υποτίθεται ανακαλύπτει η νευροεπιστήμη δεδομένου ότι, όπως αναφέρει ο Gergen (2016) οι απεικονίσεις του εγκεφάλου δεν μιλούν από μόνες τους, αλλά απηχούν αναπόφευκτα τις μεροληψίες των συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων που τις διαβάζουν;

As a rule, neuroscientists avoid two things like a vampire avoids garlic: any links to European metaphysics, political engagement and reflection upon the social conditions which gave rise to their science.

[Slavoj Žižek, University of Ljubljana]*

Το ζήτημα δεν είναι απλώς η διαπίστωση ότι η νευροβιολογική αντίληψη για τον άνθρωπο είναι κοινωνικά κατασκευασμένη. Η προσωποκεντρική, η ψυχαναλυτική όπως και η θεολογική αντίληψη είναι εξίσου κοινωνικές κατασκευές που διαμορφώνουν τον άνθρωπο και τον κόσμο με τον δικό τους τρόπο. Το ζήτημα είναι ότι η νευροβιολογική αντίληψη πλασάρεται και εμπεδώνεται στις συνειδήσεις ως “επιστημονική αλήθεια” επομένως ως εξορισμού υπέρτερη των άλλων αντιλήψεων και υπεράνω οποιασδήποτε κριτικής. Έχει το ακαταδίωκτο σαν να λέμε.

Το ακόμα σημαντικότερο ζήτημα είναι να καταλάβουμε τους λόγους για τους οποίους συγκεκριμένα η νευροβιολογική αντίληψη είναι κυρίαρχη σήμερα. Είναι μήπως η καλύτερη, η ορθότερη, η αποτελεσματικότερη, η οικονομικότερη; Ποιο είναι το καθοριστικό κριτήριο εδώ; Και ακόμα: ποιες είναι οι συνέπειες για τους ανθρώπους αυτής της επικράτησης; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν φυσικά να αναζητηθούν στη σφαίρα της επιστήμης αλλά στη σφαίρα της πολιτικής.

Στη συνείδηση όμως του κόσμου ένας λόγος που αναφέρεται σε “σκληρά” δεδομένα, σε νευρώνες, νευρωνικές συνάψεις και νευροδιαβιβαστές φαντάζει “επιστημονικός” και αυτομάτως τίθεται εκτός πολιτικής σφαίρας. Ένα ολόκληρο λεξιλόγιο ιδεολογικά “αθώων” λέξεων επιστρατεύεται προκειμένου να συγκροτηθεί το νέο αφήγημα για την ανθρώπινη λειτουργία. Η γενικότερη ανάπτυξη της τεχνολογίας καθιστά ακόμα ευκολότερη την εμπέδωση του νευροβιολογικού λόγου (ίντερνετ, δίκτυα, συνδεσιμότητα, επισυνδέσεις, άβαταρ, τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ.). Και το κρίσιμο ερώτημα είναι αν συντονίστηκε επιτέλους η κοινωνική δομή (π.χ. η οργάνωση της εργασίας στον ευέλικτο καπιταλισμό που λέγαμε παραπάνω) με τη νευρωνική οργάνωση ή αν συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο (Slaby, 2010). Προφανώς, για τους νευροσκεπτικιστές είναι μάλλον απίθανο να είναι απλώς ιστορική σύμπτωση ο ψηφιακός καπιταλισμός και ο ψηφιακός ψυχισμός.

5. ΑΠΟ ΤΟ PERSONHOOD ΣΤΟ BRAINHOOD

Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι έπειτα από δεκαετίες αποδόμησης όλων των σταθερών ο παλαιός βιολογικός αναγωγισμός επιστρέφει ανανεωμένος και εκσυγχρονισμένος οδηγώντας μας σε κάποιου είδους ηθικό νατουραλισμό (Slaby, 2010), εφόσον έμμεσα προτείνεται να χρησιμοποιούμε τα ευρήματα σχετικά με το εγκέφαλο ως οδηγούς για το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί η ψυχική και κοινωνική ζωή.

Θα έλεγε κανείς ότι αντί να πηγαίνουμε μπροστά στην κατανόηση και ερμηνεία του ατομικού και κοινωνικού κόσμου, μάλλον κάνουμε βήματα πίσω. Για να φέρουμε ένα διαχρονικά επίκαιρο παράδειγμα βιολογικού αναγωγισμού, ενώ υποτίθεται προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τους βιολογικούς καθορισμούς διεκδικώντας το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής και αυτοδιάθεσης οι συνεχείς προσπάθειες εντοπισμού βιολογικής βάσης για την εξήγηση του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της δυσφορίας φύλου φαίνεται να μας κρατάνε δέσμιους σε μια στενά βιολογίζουσα κατανόηση και ερμηνεία εξαιρετικά περίπλοκων κοινωνικών συμπεριφορών. Με ανάλογο τρόπο, όπως υποστηρίζεται από μία φεμινιστική οπτική, ενώ η θεωρία της πλαστικότητας του εγκεφάλου θα μπορούσε να προωθήσει την υπέρβαση του δυϊσμού φύση-ανατροφή και να αμφισβητήσει τον βιολογικό ντετερμινισμό φαίνεται να κάνει ακριβώς το αντίθετο (Βάββος, υπό έκδοση).

ΣXETIKO ΘΕΜΑ
Φεμινιστική Προσέγγιση: Μια θεραπευτική προσέγγιση που αντιλαμβάνεται τα “ψυχολογικά προβλήματα” περισσότερο ως τρόπους διαχείρισης αντίξοων καταστάσεων παρά ως ενδείξεις ενδοψυχικής δυσλειτουργίας.

Η παλαιότερη θέση ότι “η δομή παράγει τη λειτουργία” οδηγούσε σε έναν βιολογικό ντετερμινισμό, ενώ η σύγχρονη θέση ότι “η λειτουργία παράγει τη δομή” φαίνεται να οδηγεί σε μια επίσης βιολογίζουσα και επιπλέον νεοφιλελεύθερη αντίληψη της υποκειμενικότητας (αυτοβελτίωση, ενίσχυση ατομικού δυναμικού), επομένως ούτε αυτή δίνει κεντρικό ρόλο στην κοινωνική διάσταση και αυτό εξηγεί το παράδοξο του γιατί η αντίληψη για τον άνθρωπο, ενώ φαίνεται να “κοινωνικοποιείται”, στην πραγματικότητα παραμένει μη-κοινωνική/ατομικιστική.

Θα λέγαμε ότι η περίφημη νευρωνική επανάσταση μόνο επανάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί, αν είναι αλήθεια ότι οι “νέοι” μας εγκέφαλοι εξυπηρετούν μόνο στο να βελτιώνουμε τον εαυτό μας, να δουλεύουμε καλύτερα ή να πειθαρχούμε καλύτερα παρά να είμαστε πιο ελεύθεροι ή πιο ευτυχισμένοι (Malabou, 2008:68 στο Slaby, 2010) όπως ιστορικά έχει υπάρξει το ζητούμενο για τις ανθρωπιστικές θεραπευτικές προσεγγίσεις.

Είναι εύλογο να αναρωτηθούμε πώς η ανθρωπιστική θεραπεία θα μπορούσε να συνεχίσει να γίνεται αντιληπτή ως πολιτική πράξη εάν, κόντρα στην ιστορικά αντι-θετικιστική της τοποθέτηση, υιοθετήσει άκριτα τον νεο-θετικισμό της σύγχρονης νευροεπιστήμης. Πού θα πήγαινε τότε η υποτιθέμενη επαναστατική της διάσταση η οποία όπως γνωρίζουμε άνθησε τη δεκαετία του ‘60 εν μέσω ευρύτερων επαναστατικών κινημάτων;

Όπως αναφέρει ο Gergen (2016), οι ειδικοί ψυχικής υγείας που στρέφονται σήμερα προς τη νευροβιολογία απλώς ενισχύουν τον προσανατολισμό προς τον εργαλειακό ορθολογισμό όπως έχουν κάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν. Μπορεί να το κάνουν επειδή νομίζουν ότι έτσι θα επιτύχουν καλύτερα τους θεραπευτικούς στόχους τους, μπορεί να είναι ταγμένοι γενικώς και αορίστως στην ιδέα της “προόδου”, μπορεί να το κάνουν απλώς για οικονομικούς λόγους ή μπορεί να το κάνουν από άγνοια. Μπορεί όμως και να το κάνουν επειδή πλέον έχει ξεφτίσει το όραμά τους και επειδή αισθάνονται ότι είναι αδύνατο να προβάλλουν αντίσταση σε όσα εμφανίζονται (επιβάλλονται;) ως κυρίαρχα. Σύμφωνα με τον Deconchy (2003) οι κάθε είδους νέες τεχνολογίες αντιμετωπίζονται ως απειλή όχι επειδή στρέφονται κατά της ανθρωπότητας, αλλά επειδή απειλούν την αναπαράσταση που έχουμε δημιουργήσει για τον άνθρωπο. Οι θεραπευτές της ανθρωπιστικής παράδοσης είτε δεν αισθάνονται αυτή την απειλή είτε την αισθάνονται αλλά το θεωρούν μάταιο να υπερασπιστούν τη δική τους αναπαράσταση για τον άνθρωπο, το δικό τους όραμα και τις δικές τους αξίες.

Με αυτή την ηττοπαθή στάση, οι θεραπευτές καταλήγουν συχνά να υπερεκτιμούν τις δυνατότητες της νευροεπιστήμης και στο βαθμό που αγνοούν τις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις καταλήγουν να συμβάλλουν, έστω ασυνείδητα, στη νομιμοποίηση και “φυσικοποίηση” αυτών των εξελίξεων ενισχύοντας τελικά το υφιστάμενο στάτους κβο (Slaby, 2010), το οποίο είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχει συμφέρον να υποβαθμίσει την κοινωνική και πολιτική διάσταση του ανθρώπου. 

Όσο περισσότερο αποφεύγουμε να σκεφτούμε κοινωνικά και πολιτικά στρέφοντας το βλέμμα μας από τις κοινωνίες στα μεμονωμένα άτομα, τόσο περισσότερο θα αποτυγχάνουμε να δούμε ότι η κίνηση από το personhood στο brainhood δεν είναι “επιστημονική”, αλλά ιδεολογική.**

6. ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟ

Η “αποπλανητική γοητεία” (Weisberg et. al., 2008) που ασκεί η νευροεπιστήμη στην ακαδημαϊκή και λαϊκή φαντασία αλλά και η αναγνώριση της σημαντικής βοήθειας που προσφέρει σε ανθρώπους π.χ. με νευρολογικές διαταραχές δεν πρέπει να εμποδίζουν την κριτική μας σκέψη. Όχι με σκοπό να υποβαθμίσουμε ή αποδομήσουμε τις ανακαλύψεις και τη συνεισφορά της νευροεπιστήμης αλλά να εξετάσουμε τη σημασία και τις επιπτώσεις αυτών των ανακαλύψεων.

We have shown that people seem all too ready to accept explanations that allude to neuroscience, even if they are not accurate reflections of the scientific data, and even if they would otherwise be seen as far less satisfying.

[Weisberg et. al., 2008]

Κινούμενοι με οδηγό τη νευροεπιστήμη προς περισσότερο άτομο, το αίτημα πολλών από εμάς για περισσότερη “κοινωνία” στην ψυχοθεραπεία απομακρύνεται ακόμα περισσότερο. Στρεφόμενοι προς τις “σκληρές” επιστήμες προκειμένου να πλασαριστούμε ως “αληθινοί επιστήμονες” κινδυνεύουμε να χάσουμε την “κοινωνικότητά” μας ως κοινωνικοί επιστήμονες. Ως θεραπευτές της ανθρωπιστικής παράδοσης χάνουμε ίσως τον “ανθρωπισμό” μας στρεφόμενοι από τον άνθρωπο στον εγκέφαλο. Ακόμα και αν οι ανθρωπιστικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως η προσωποκεντρική, έχουν κατά καιρούς “κατηγορηθεί” για μια αφελή ή απλοϊκή ανθρωπιστική αντίληψη για τον κόσμο και τον εαυτό τους, η “λύση” δεν είναι να απαλλαγούν από τον “ανθρωπισμό”, αλλά να στραφούν προς έναν νέο, περισσότερο κοινωνικό ανθρωπισμό.

Οι θεραπευτές που εμφορούνται από την ανθρωπιστική παράδοση οφείλουν να δώσουν προτεραιότητα στο εκάστοτε πολιτισμικό νόημα (Gergen, 2016) και να εστιάσουν στη σημασία της αυτό-ερμηνείας του ατόμου σε συνδυασμό με τα κοινωνικά πλαίσια στα οποία λαμβάνει χώρα αυτή η ερμηνεία (Slaby, 2010), που σημαίνει ότι εκείνο που πραγματικά θα ήταν επαναστατικό για μια σύγχρονη θεραπεία θα ήταν να στρέψει τις δυνάμεις της προς τη διαμόρφωση μιας θεωρίας της σύγχρονης κοινωνίας.

Με έναν λόγο, αν υποθέσουμε ότι οι ανθρωπιστικές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις χρειάζονται έναν αέρα ανανέωσης αυτός θα ήταν μάλλον περισσότερη κοινωνία παρά περισσότερη βιολογία.

Έτσι κι αλλιώς, ακόμα και αν κάποτε καταστεί δυνατό να αποδειχτεί ότι ο άνθρωπος είναι εξολοκλήρου προϊόν της βιολογίας, ο ίδιος θα έβρισκε τρόπο να ανοσοποιηθεί γνωστικά έναντι αυτής της ανακάλυψης…

Το ανθρώπινο ον έχει την τάση να ανοσοποιείται γνωστικά έναντι της ιδέας ότι οι συμπεριφορές και οι στάσεις του, αυτές των συνανθρώπων του και των ομοειδών του μπορούν κάλλιστα να προκαλούνται, όπως και σε όλα τα έμψυχα όντα, από φυσικούς ντετερμινισμούς - και έναντι της ιδέας ότι τα πάντα σε αυτόν και σε αυτούς μπορούν να εξηγηθούν μέσω των συγκεκριμένων ντετερμινισμών. Στην ουσία, με τρόπο αυθόρμητο, αβίαστο και "φυσικό" δεν θα μπορούσε ούτε να σκεφτεί ούτε να αντιληφθεί τον εαυτό του ως ένα δεδομένο τη φύσης. Υπάρχει μέσα του μια αυθόρμητη, αβίαστη, "φυσική" τάση να σκέφτεται και να προσλαμβάνει τον εαυτό του ως "κάτι διαφορετικό" από ένα δεδομένο της φύσης.

[Deconchy, 2003:65]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

* Slavoj, Z. Κριτική στο βιβλίο της C. Malabu (2008). What Should We Do with Our Brain? New York: Fordham University Press, διαθέσιμη εδώ: https://www.amazon.co.jp/-/en/Catherine-Malabou/dp/0823229521
** Ο όρος “brainhood” ανήκει στον ιστορικό της επιστήμης Fernando Vidal και, σε αντίθεση με το “personhood” που αναφέρεται στην ποιότητα ή κατάσταση του να είναι κάποιος ατομικό υποκείμενο, αναφέρεται στην ποιότητα ή κατάσταση του είναι κάποιος ο εγκέφαλός του. Βλέπε περισσότερα εδώ: Vidal, F. (2009). Brainhood, anthropological figure of modernity. History of the Human Sciences, 22(1):5–36.
Βάββος, Α. (υπό έκδοση). Το πρόγραμμα της φεμινιστικής νευροεπιστήμης: Επιστημολογικές και μεθοδολογικές διαστάσεις. Προσπελάστηκε: 19 Απριλίου 2023. https://www.academia.edu/40960089/
Cozolino, L. (2010). The Neuroscience of Psychotherapy: Healing the Social Brain (2nd ed.). New York City: W. W. Norton & Company.
Deconchy, J-P. (2003). Τα Υπέρ-Φύσιν Ζώα: Το Νοητικό Οικοδόμημα της Ανθρώπινης Ιδιαιτερότητας. Αθήνα: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
Gergen, K. J. (2016). Θεραπευτικές Πραγματικότητες. Συνεργασία, Καταπίεση & Σχεσιακή Ροή. Αθήνα: ΠΕΔΙΟ.
Jones-Smith, E. (2020). Neuroscience, psychotherapy, and neuropsychotherapy. In E. Jones-Smith, Theories of Counseling and Psychotherapy: An Integrative Approach (3rd edition), (635-666). UK: SAGE Publications.
Λίποβατς, Θ. (2021). Κριτική του Μετανεωτερικού Λόγου: Τα Παράδοξα του Ατομικισμού. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ.
Lynch, Z. with Laursen, B. (2009). The Neuro Revolution: How Brain Science Is Changing Our World. New York City: St. Martin’s Press.
Μπιτσάκης, Ε. Ι. (1992). Ανθρώπινη φύση: αντιφάσεις και δυνατότητες. Ουτοπία: διμηνιαία έκδοση θεωρίας και πολιτισμού, 01: 20-46.
Ντινόπουλος, Θ. (2015). Νευροεπιστήμες και Διεπιστημονικότητα. Η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των θετικών και των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Culture and Research, 4:171-186.
Παπαμιχαήλ, Γ. Δ. (2001). Εξατομίκευση & Παγκοσμιοποίηση: Η Νέα Συμβολική Τάξη (Τόμος Δεύτερος). Θεσσαλονίκη: UNIVERSITY STUDIO PRESS. 
Rogers, C. R. (1989). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. In H. Kirschenbaum & V. L. Henderson (Eds.), The Carl Rogers reader (pp. 219-235). London: Constable. (Original work published 1957).
Σεληνιωτάκη, Θ. & Νέστορος, Ι. Ν. (2017). Το νευροεπιστημονικό υπόβαθρο της ψυχοθεραπείας: Μηχανισμοί και εγκεφαλικές δομές που επηρεάζονται από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Ψυχολογία, 22(2):1-14.
Slaby, J. (2010). Steps towards a critical neuroscience. Phenomenology and the Cognitive Sciences, 9(3):397-416.
Traicu, A. & Joober, R. (2017). The value of a skeptical approach to neurosciences in psychiatric training and practice. Journal of Psychiatry & Neuroscience, 42(6): 363-365.
Weisberg, D. S., Keil, F. C., Goodstein, J., Rawson, E. & Gray, J. R. (2008). The seductive allure of neuroscience explanations. Journal of Cognitive Neuroscience, 20(3): 470–477.

Αν είχε κάποιο νόημα για εσάς αυτό το άρθρο θα χαρώ να πάρετε μέρος στη συζήτηση.

Μοιραστείτε τις σκέψεις σας στο τέλος του άρθρου στα ήδη υπάρχοντα0σχόλια.
Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on email
Βιβή Φατούρου

Βιβή Φατούρου

Είμαι η Βιβή Φατούρου και στη δουλειά μου ως ψυχολόγος και σύμβουλος ψυχικής υγείας βοηθάω τους ανθρώπους να γίνουν όλα όσα μπορούν να γίνουν. Γράφω κείμενα γύρω από όλα τα ανθρώπινα με βάση τη δική μου κατανόηση για τη ζωή, τα οποία στέλνω με email σε όλα τα μέλη της κοινότητας του Ψυχολογώ: Εγγραφή.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Εγγραφή στο Newsletter

Μείνετε σε επαφή με το Ψυχολογώ για να λαμβάνεται στο email σας τα νέα άρθρα και να ενημερώνεστε πρώτοι για οτιδήποτε καινούργιο συμβαίνει στο blog.

Τα στοιχεία σας παραμένουν απόρρητα και εμπιστευτικά. Όροι Χρήσης.

No comment yet, add your voice below!


Προσθήκη σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Ψυχολογικές - Συμβουλευτικές Υπηρεσίες

Ενημερωθείτε για τις υπηρεσίες που προσφέρω και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύω.