Skip to content

Άνθρωποι και Κοινωνίες στα Πρόθυρα Οριακής Διαταραχής

Μέρος Πρώτο: Η Εποχή του Ναρκισσισμού Τελειώνει, η Εποχή της Οριακότητας Ξημερώνει.

Αν έπρεπε να επιλέξω την περισσότερο σημαντική ή ανησυχητική δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι σημερινοί άνθρωποι από ψυχολογική άποψη, θα έλεγα ότι είναι οι πολλαπλές και πρωτόγνωρες προκλήσεις που καλούνται να διαχειριστούν κατά τη συγκρότηση της ταυτότητάς τους. Στο κλινικό πλαίσιο η δυσκολία οικοδόμησης μιας, κατά το δυνατόν, συνεκτικής ταυτότητας τεκμηριώνεται εμπειρικά από τη διαφαινόμενη αύξηση των ανθρώπων που παρουσιάζουν, όχι πλέον “νευρωτικά” συμπτώματα (όπως θα τα λέγαμε με μια ψυχαναλυτική ορολογία), αλλά συμπτώματα που προσιδιάζουν σε αυτό που ψυχιατρικά αποκαλείται “διαταραχές προσωπικότητας” και ακόμα πιο συγκεκριμένα σε αυτό που ονομάζεται “οριακή διαταραχή προσωπικότητας”.

Χωρίς να μπούμε σε μία κριτική ανάλυση της έννοιας της “διαταραχής προσωπικότητας”, θα αναφέρουμε εν συντομία ότι η κλινική εικόνα της “οριακής διαταραχής” περιλαμβάνει ένα διάχυτο πρότυπο αστάθειας στα συναισθήματα, στην αίσθηση του εαυτού και τις διαπροσωπικές σχέσεις, το οποίο εκδηλώνεται με απεγνωσμένες προσπάθειες αποφυγής της εγκατάλειψης, εναλλαγές μεταξύ ακραίας εξιδανίκευσης και υποτίμησης του εαυτού και του άλλου, απρόσφορο θυμό, χρόνια αίσθηση κενού καθώς και παρορμητικότητα που εκφράζεται με αυτοκτονικότητα, χρήση ουσιών και άλλες αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές (APA, 2013).[1]

Σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, την ίδια στιγμή που η αστάθεια στη συγκρότηση ταυτότητας αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του σύγχρονου ατόμου, έχει ενδιαφέρον (και μάλλον δεν είναι τυχαίο) το γεγονός ότι τα ζητήματα των ταυτοτήτων σχεδόν μονοπωλούν το δημόσιο διάλογο και βρίσκονται στο επίκεντρο των κοινωνικών διεκδικήσεων έχοντας παραμερίσει τα παραδοσιακά κοινωνικά αιτήματα (π.χ. για εργασιακά δικαιώματα).

Το κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: Βρισκόμαστε άραγε ενώπιον μιας αύξησης των ανθρώπων που πάσχουν από “οριακή διαταραχή προσωπικότητας” ή μήπως αυτό που κατανοούσαμε μέχρι χτες ως “οριακή διαταραχή” θεωρείται πλέον η πιο “προσαρμοστική”, “αρμόζουσα” και “φυσιολογική” συμπεριφορά;

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Μια σύντομη παρουσίαση της κλινικής εικόνας του “οριακού” θεραπευόμενου, στο άρθρο:

Μια Ψυχιατρική Προσέγγιση της Οριακής Διαταραχής Προσωπικότητας

1. ΚΑΘΕ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ

Η υπόθεση εργασίας που εξετάζουμε είναι ότι, όπως η έννοια του “ναρκισσισμού” χρησιμοποιήθηκε στον παρελθόν για να περιγράψει τα “παθολογικά” χαρακτηριστικά των ανθρώπων και των κοινωνιών της ύστερης φάσης της νεωτερικότητας, με ανάλογο τρόπο η κλινική εννοιολογική σύλληψη της “οριακής διαταραχής” μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει ή/και εξηγήσει την “ψυχο(παθο)λογία” της μετανεωτερικής εποχής.[2]

Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε προτού προχωρήσουμε, ότι η χρήση κλινικών εννοιολογικών κατασκευών όπως η “οριακή διαταραχή” για την προσέγγιση φαινομένων διαφορετικού επίπεδου ανάλυσης ενέχει κινδύνους μεθοδολογικού αναγωγισμού. Η ανάλυση, ωστόσο, δεν στοχεύει σε κάποιου είδους “διάγνωση” των ατόμων ή της κοινωνίας, αλλά χρησιμοποιεί την έννοια της “οριακότητας” ως κατάλληλη ή/και χρήσιμη μεταφορά για να περιγράψει ενδοατομικά, διατομικά και διομαδικά φαινόμενα και διεργασίες.

Μέσα σε ένα φόντο κοσμογονικών αλλαγών, θεωρώ ότι είναι επιτακτική η ανάγκη να κατανοήσουμε όχι μόνο τις μεταβολές που επισυμβαίνουν σε επίπεδο οικονομίας, πολιτικής και κοινωνίας, αλλά και τις μεταλλάξεις που παραλλήλως λαμβάνουν χώρα σε ανθρωπολογικό επίπεδο (δηλαδή σε επίπεδο ανθρώπινου ψυχισμού, ανθρώπινης συμπεριφοράς και ανθρώπινης συνείδησης). Μόνο έτσι θα καταφέρουμε ίσως να νοηματοδοτήσουμε επαρκώς και πολλαπλώς αυτό που αντιμετωπίζουμε ιστορικά και μόνο τότε θα έχουμε ίσως μια ελπίδα να επηρεάσουμε με κάποιο τρόπο την ιστορία.

2. Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ

Εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια, η εννοιολογική κατηγορία που χρησιμοποιούσαμε ευρέως για να περιγράψουμε την “παθογένεια” της εποχής μας ήταν η έννοια του “ναρκισσισμού” συνυφασμένη προφανώς με την κλινική οντότητα της “ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας”. Έχουμε ακούσει και διαβάσει για “ναρκισσιστικές κοινωνίες“, για “επιδημία ναρκισσισμού“, για “ηγέτες νάρκισσους“, για “συλλογικό ναρκισσισμό“, ακόμα και για μια ολόκληρη “γενιά νάρκισσων” τους λεγόμενους millennials.

Η διασημότερη, αν όχι και η σπουδαιότερη, θεωρητική συνεισφορά στο ζήτημα της διασύνδεσης ναρκισσισμού – κοινωνίας, ήταν και παραμένει η δουλειά του Αμερικανού κοινωνιολόγου και ιστορικού Κρίστοφερ Λας (1932-1994). Στο έργο του Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού που εκδόθηκε το 1979, αποτυπώνει με οξυδέρκεια τα κυρίαρχα πολιτισμικά μοτίβα της τότε αμερικανικής κοινωνίας, αναδεικνύοντας ως κεντρική “παθογένεια” τον υπερβάλλοντα ατομικισμό που με τη μανιώδη προσήλωση στην “προσωπική ολοκλήρωση”, την αποθέωση του σώματος, την εμμονή με τα γηρατειά και το θάνατο και άλλα, οδηγεί τελικά σε ηθική και πολιτική κατάπτωση.[3]

Σε μία ναρκισσιστική κοινωνία -μία κοινωνία που προβάλλει και ενθαρρύνει ολοένα περισσότερο τα ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά- η πολιτιστική υποβάθμιση του παρελθόντος αντανακλά όχι μόνο τη φτώχεια των κρατουσών ιδεολογιών, που έχουν χάσει την επαφή τους με την πραγματικότητα και εγκαταλείψει την προσπάθεια να την καθοδηγήσουν, αλλά και τη φτώχεια της εσωτερικής ζωής του ναρκισσιστή.

[Λας, 2002:12]

Παρενθετικά, αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο της “πανδημίας”, ο Λας επανήλθε στην επικαιρότητα (δείτε ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ) καθώς φαίνεται ότι το σύνολο του έργου του αποτελεί ένα διαχρονικά χρήσιμο εργαλείο ανάλυσης των κρίσεων που νομοτελειακά διέρχονται οι δυτικές (καπιταλιστικές) κοινωνίες. Η βιολογική, κοινωνική και πολιτική αποσύνδεση από την υλική πραγματικότητα, η ριζοσπαστικοποίηση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, η τεχνοκρατική διαχείριση της κοινωνικής ζωής, οι πολιτισμικοί πόλεμοι (cultural wars), η “φιλελευθεροποίηση” της “αριστεράς” και άλλα παρόμοια φαινόμενα που κορυφώθηκαν την προηγούμενη περίοδο είναι ζητήματα που ο Λας έχει αναδείξει εδώ και δεκαετίες.

3. Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΟΡΙΑΚΟΤΗΤΑΣ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ

Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο The end of the culture of narcissism η κοινωνιολόγος Ashley Colby μιλάει για το “τέλος της κουλτούρας του ναρκισσισμού” διατυπώνοντας τη θέση ότι η μέχρι πρότινος κατάσταση ναρκισσισμού της δυτικής κοινωνίας, ήταν απόρροια της λεγόμενης βιομηχανικής εποχής της οποίας τα κεντρικά χαρακτηριστικά (ο άκρατος καταναλωτισμός, η άκριτη πίστη στην πρόοδο, η πεποίθηση περί του τέλους της ιστορίας, η σχετική αφθονία των πόρων και λοιπά) έθρεψαν τις χειρότερες εγωκεντρικές τάσεις μας, όπως ακριβώς τις περιέγραψε ο Λας.

Η Colby συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι, όπως ο Λας στηρίχτηκε στη “ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας” για να εξηγήσει τον κοινωνικό ναρκισσισμό, με ανάλογο τρόπο μπορούμε να εξηγήσουμε τις παρατηρούμενες σήμερα κοινωνικές τάσεις προς τη θυματοποίηση με αναφορά στην “οριακή διαταραχή προσωπικότητας”. Αν ο κεντρικός ανθρωπολογικός τύπος της εποχής του ναρκισσισμού ήταν ο “άνθρωπος – θεός”, ο κεντρικός ανθρωπολογικός τύπος στην “οριακή” εποχή, σύμφωνα πάντα με την Colby, είναι o “άνθρωπος – θύμα”. Ο άνθρωπος δηλαδή που εξαιτίας της αίσθησης αδυναμίας και αποστέρησης που βιώνει ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου περιορισμού των υλικών πόρων (βλέπε, για παράδειγμα, ενεργειακή κρίση) ρέπει ψυχολογικά προς τη θυματοποίηση και τον δικαιωματισμό και μάλιστα ανεξάρτητα από την τοποθέτησή του στο πολιτικό φάσμα.

Ο Μπαλαμπανίδης στο βιβλίο του Οι Ιδέες της Προόδου και της Συντήρησης περιγράφει με εύληπτο τρόπο τα κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά των ιστορικών περιόδων που συζητάμε εδώ, αντιπαραβάλλοντας μεταξύ τους τις διαφορετικές γενιές. Από τη μία, έχουμε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης τη γενιά των λεγόμενων boomers η οποία, έχοντας εξασφαλίσει σε κάποιο βαθμό συνθήκες εργασιακής σταθερότητας, κράτους πρόνοιας, κοινωνικής κινητικότητας και σχετικής κοινωνικής ανοδικότητας είχε την “πολυτέλεια”, θα λέγαμε, να υιοθετήσει σε αξιακό επίπεδο τα προοδευτικά μετα-υλιστικά προτάγματα των δεκαετιών ’60 και ’70, όπως η ισότητα των φύλων, το οικολογικό κίνημα, η ποιότητα ζωής στις πόλεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα (Μπαλαμπανίδης, 2022).[4]

Από την άλλη, συνεχίζει ο Μπαλαμπανίδης, τα παιδιά των boomers, οι λεγόμενοι mllenians, αλλά και η ακόμα νεότερη γενιά Ζ που πολλοί από αυτούς ενηλικιώθηκαν μετά την κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος του 2008, εμφανίζεται ως μια γενιά τυπικά εγγράμματη (κάτοχοι πτυχίου οι περισσότεροι), διεθνοποιημένη, κοσμοπολίτικη, διασυνδεδεμένη ιντερνετικά, η οποία ενώ καλείται πλέον να ζήσει σε συνθήκες υλικής επισφάλειας, ταυτόχρονα παραλαμβάνει τα προοδευτικά προτάγματα της προηγούμενης γενιάς και τα ριζοσπαστικοποιεί με τα γνωστά αποτελέσματα: το φύλο ως φάσμα, η πολυπολιτισμικότητα, οι πολιτικές ταυτότητας, η κουλτούρα woke, η κλιματική αλλαγή, η πολιτική ορθότητα.

Τα κοινωνικά κινήματα (και τα λεγόμενα, αμφιλεγόμενα κοινωνικά μέσα) ήθελαν αρχικά στη Δυτική Ευρώπη να κλείσουν το κενό που άφησαν οι μεγάλες αφηγήσεις. Είχαν δε αρχικά επιτυχίες και επέφεραν περισσότερη Δικαιοσύνη και Ελευθερία. [...] Αλλά από το 1990 και έπειτα αυτή η στρατηγική έφτασε στα όριά της και υπέπεσε σε φανατισμό, παρτικουλαρισμό και πολιτικό οπορτουνισμό. Αυτό οδήγησε στη διάσπαση και στο θρυμματισμό των τάξεων και των παρατάξεων, πράγμα στο οποίο συνέβαλε ο νεοφιλελευθερισμός και η ύπαρξη του πρεκαριάτου.

[Λίποβατς, 2021:69] [5]

Σε συμφωνία με όλα τα παραπάνω, φαίνεται ότι η “χρυσή” εποχή του ναρκισσισμού καλύπτει χοντρικά μια τριακονταετία κατά την οποία ο λεγόμενος δυτικός κόσμος (ή τουλάχιστον ένα ποσοστό αυτού του κόσμου) φάνηκε να έζησε σε συνθήκες σχετικής ασφάλειας, ευμάρειας και οικονομικής ανάπτυξης.

Και λέμε “φάνηκε να έζησε” γιατί στην πραγματικότητα η μετάβαση από τον καπιταλισμό της παραγωγής στον καπιταλισμό της κατανάλωσης, η παγκοσμιοποίηση, η μονοκρατορία των ΗΠΑ και η επέλαση της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού με τις γνωστές ιδέες περί του τέλους της πολιτικής και του τέλους της ιστορίας, οδήγησαν σταδιακά τους πολίτες του δυτικού κόσμου σε αποπολιτικοποίηση και παθητικοποίηση, την ίδια στιγμή που άλλαζαν δραματικά οι υλικές συνθήκες παραγωγής και κατανομής, εντείνονταν οι υπάρχουσες ανισότητες και κατέρρεαν οι φιλελεύθερες αξίες της ελευθερίας και ισονομίας (Μελάς & Παπαμιχαήλ, 2016).[6]

Ήδη από το 2011, κάποιοι προειδοποιούν για την ανάδυση μιας “νέας” κοινωνικής τάξης, το περίφημο πρεκαριάτο, το οποίο φαίνεται να αποτελείται από ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες πρωτοφανούς εργασιακής και ολικής επισφάλειας, οι οποίες [συνθήκες] παράγουν μια γενική συνείδηση σχετικής αποστέρησης και έναν συνδυασμό άγχους, ανομίας, αποξένωσης και θυμού.

Ένας άλλος τρόπος να σκεφτούμε το πρεκαριάτο είναι ότι πρόκειται για τους χαμένους της μετάβασης του καπιταλισμού στην φάση της παγκοσμιοποίησης, φαινόμενο που αναμένεται να επαναληφθεί καθώς, όπως μας ενημερώνει ο σύγχρονος “προφήτης” Yuval Noah Harari, προβλέπεται να προκύψει μία ακόμα “άχρηστη τάξη” (the useless class) κατά την επόμενη προγραμματισμένη μετάβαση του καπιταλισμού, σε συνθήκες Τεχνητής Νοημοσύνης αυτή τη φορά.

Εν κατακλείδι, οι ριζικές αλλαγές που παρατηρούνται σε επίπεδο υλικών συνθηκών τα τελευταία 30 χρόνια μαζί με τις παράλληλες μεταβολές στο οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό πεδίο, σηματοδοτούν ιστορικά τη μετάβαση από την (ύστερη) νεωτερικότητα στη λεγόμενη μετανεωτερικότητα, ενώ διαμορφώνουν ψυχοκοινωνικά τις κατάλληλες συνθήκες για το πέρασμα από την “κουλτούρα του ναρκισσισμού” στην “κουλτούρα της οριακότητας”.

4. ΣΚΕΨΕΙΣ, ΣΧΕΣΕΙΣ, ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΣΕ "ΟΡΙΑΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ"

Ο ελέφαντας στο δωμάτιο, η διαπίστωση δηλαδή ότι το οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό οικοδόμημα της Δύσης καταρρέει, είναι σχεδόν αδύνατο να κρυφτεί πλέον – η φούσκα έσκασε όπως λέμε και ίσως δεν χρειάζονται μακροσκελείς αναλύσεις για να καταδειχτεί η κατάλυση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, των εργασιακών δικαιωμάτων ή του κράτους πρόνοιας. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε ότι κατά την περίοδο της “πανδημίας” οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου διπλασίασαν την περιουσία τους (από 700 εκατομμύρια δολάρια σε 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια), τη στιγμή που το 99% της ανθρωπότητας είδε τα εισοδήματά του να μειώνονται, ενώ πάνω από 160 εκατομμύρια άνθρωποι οδηγήθηκαν σε καθεστώς φτώχειας.

Ποια είναι άραγε τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που διαμορφώνουν την ταυτότητά τους σε συνθήκες οικονομικής, προσφυγικής, τρομοκρατικής, γεωπολιτικής, υγειονομικής, ενεργειακής, κλιματικής και ποιος ξέρει ποιου άλλου είδους ακόμα, κρίσης; Ποιο αποτύπωμα αφήνουν στον ψυχισμό αυτού του τύπου οι ιστορικές εμπειρίες; Πόσο προετοιμασμένοι είναι οι άνθρωποι όχι μόνο να τις διαχειριστούν, αλλά πρωτίστως να τις ενσωματώσουν και νοηματοδοτήσουν;

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Η νοηματοδότηση του κόσμου σε αντιστοιχία με το εκάστοτε κυρίαρχο αφήγημα ως προσαρμογή στις Νέες Κανονικότητες, στο άρθρο:

I Support the Current Thing Προκειμένου να Βρω Νόημα [ως απάντηση στο τι ζούμε επιτέλους]

Σε επίπεδο ανθρώπινου ψυχισμού προφανώς παραμένει ενεργό το παράδειγμα του “ναρκισσισμού” – εξάλλου και κλινικά να το εξετάσει κανείς, ο “ναρκισσισμός” και η “οριακότητα” αλληλεπικαλύπτονται σε κάποιο βαθμό και λόγω αυτού μάλιστα ανήκουν στην ίδια ομάδα διαταραχών προσωπικότητας (cluster B).

Οι ναρκισσιστικές τάσεις λοιπόν, δηλαδή “οι καταναλωτικές-ηδονιστικές στάσεις ζωής, η λατρεία του εφήμερου, η ενδυνάμωση του ατομικού, και η καταρράκωση κάθε εμπιστοσύνης στο συλλογικό” μαζί με το ιδανικό της “αυτοπραγμάτωσης” (Μελάς & Παπαμιχαήλ, 2016, σελ. 15), παραμένουν ακόμα σημαντικά “δομικά συστατικά” της ανθρώπινης συνείδησης.

Συνάμα όμως έρχονται να προστεθούν και κάποια άλλα “παράξενα” φαινόμενα, που εμφανίζονται πρωτίστως στην αμερικανική κοινωνία (όπως πάντα), τα οποία όμως με ελαφριά χρονοκαθυστέρηση έρχονται σταδιακά και εδώ.

Αναφέρθηκε ήδη η τάση για θυματοποίηση. Πολλά άτομα και κάθε είδους μειονοτικές ομάδες μοιάζει σήμερα να συγκροτούν την ταυτότητά τους γύρω από μια “νοοτροπία θυματοποίησης” (λόγω φύλου, φυλής, σεξουαλικού προσανατολισμού, σωματικού βάρους και λοιπά) διεκδικώντας για τον εαυτό τους ένα ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στους όποιους “θύτες”, αλλά σχετικοποιώντας παράλληλα τις έννοιες του “θύματος” και του “τραύματος” με αποτέλεσμα ένα σεξιστικό βλέμμα στο χώρο εργασίας να θεωρείται εξίσου τραυματικό όπως, λόγου χάρη, μια σεξουαλική επίθεση. Ακόμα και οι άντρες, που υποτίθεται είναι η περισσότερο προνομιούχα κοινωνική ομάδα (για να είμαστε ακριβείς, όχι όλοι οι άντρες αλλά οι λευκοί στρέιτ άντρες), ακόμα και εκείνοι λοιπόν αισθάνονται σήμερα θύματα του φεμινισμού και του #metoo.

Μια ομάδα “ειδικών” δε το 2018, χάνοντας τελείως την αίσθηση των αναλογιών και προφανώς επηρεασμένοι από την έξαρση του κινήματος #metoo εκείνη την εποχή, τοποθέτησαν για πρώτη φορά στα χρονικά τις ΗΠΑ στη λίστα με τις 10 πιο επικίνδυνες χώρες στον κόσμο να ζει μια γυναίκα, τη μόνη δυτική χώρα ανάμεσα σε χώρες όπως η Ινδία, το Αφγανιστάν, η Σομαλία και το Πακιστάν.

Σε επίπεδο διαβίωσης, η αίσθηση της αποστέρησης, η αίσθηση ότι ο κόσμος μου οφείλει, μαζί με την αίσθηση ότι ξεγελάστηκα καθώς πίστεψα ότι δικαιούμαι (κυρίως να καταναλώνω και να απολαμβάνω…) τα πάντα, ενώ η πραγματικότητα με κάνει να συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να τα έχω, είναι ιδιαιτέρως εμφανής στα γραφεία των θεραπευτών, ιδίως στους νέους ανθρώπους. Πολλοί νέοι (αλλά και μεγαλύτεροι) αισθάνονται αποκαρδιωμένοι, προδομένοι, ακόμα και θυμωμένοι – οι γονείς τους, οι δάσκαλοί τους, οι διαφημίσεις, οι ινφλουένσερς, το “σύστημα” τους έκαναν να πιστέψουν ότι τους ανήκει ένας κόσμος που μοιάζει να βρίσκεται πολύ μακριά από τη βιωμένη εμπειρία τους. Στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης συναντά κανείς βίντεο με ανθρώπους σοκαρισμένους και εξοργισμένους μπροστά στη συνειδητοποίηση ότι πρέπει να δουλεύουν όλη τους τη ζωή για ελάχιστα χρήματα. Φαίνεται να αμφισβητούν ένα δομικά άδικο σύστημα, χωρίς όμως παράλληλα να αναρωτιούνται πώς και γιατί έφτασαν να θεωρούν αυτονόητα τα δικαιώματα που το ίδιο αυτό σύστημα τους έκανε να πιστέψουν ότι έχουν.

Τα "ανθρώπινα δικαιώματα" είχαν νόημα, ως πολιτικός συμβολισμός και αγωνιστικό αίτημα, όσο εξιδανίκευαν, ανάγοντας στη σφαίρα του πανανθρώπινου, τις διεκδικήσεις συγκεκριμένων ανθρώπων ή τάξεων έναντι καταπιεστικών και αυταρχικών πολιτικοκοινωνικών μορφωμάτων. Σήμερα τα "ανθρώπινα δικαιώματα", με την οικουμενική τους αξίωση δεσμευτικότητας, δεν επιτελούν καν αυτό το ρόλο. Τουναντίον μετατράπηκαν σε όχημα της αυτοκρατορικής βιοεξουσίας, [...] επειδή απαράβατος όρος για να τα απολαμβάνουν, στη νομική τους διάσταση, ολιγάριθμες μειοψηφίες των προηγμένων χωρών είναι να τα στερείται, σε κάθε διάσταση, η συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας.

[Μεταξόπουλος, 2005:487-488] [7]

Η σχεδόν θρησκευτικού τύπου πίστη στην αέναη πρόοδο παίζει κάποιο ρόλο εδώ. Η νεωτερική πεποίθηση ότι κάθε είδους όριο ή περιορισμός είναι ένδειξη οπισθοδρόμησης και η ταυτόχρονη πεποίθηση ότι η “πρόοδος”, ιδίως η τεχνοεπιστημονική, θα μας απαλλάξει από τους φυσικούς και κοινωνικούς καταναγκασμούς (χωρίς να μας πολυενδιαφέρει ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της προόδου ή προς ποια κατεύθυνση μάς οδηγεί), παραμένει ενεργή είτε από άγνοια και αφέλεια των ατόμων είτε από αντίσταση και άρνηση να παραδεχτούν τη φούσκα εντός της οποίας μεγάλωσαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της άρνησης ήταν η πεποίθηση (ψευδαίσθηση;) κάποιων κατά την περίοδο των λοκντάουν ότι η κατάφωρη περιστολή των δικαιωμάτων των πολιτών δεν μπορεί να αποτελεί οπισθοδρόμηση σε φεουδαρχικού τύπου καθεστώτα, επειδή λέει ο καπιταλισμός μάς θέλει υγιείς και ελεύθερους για να συνεχίσουμε να δουλεύουμε και να καταναλώνουμε (!).

Η συζήτηση για την επίδραση των σόσιαλ μήντια και γενικά της τεχνολογίας στη διαμόρφωση του ανθρώπινου ψυχισμού δεν είναι του παρόντος, αλλά το φαινόμενο να βγαίνουν άνθρωποι σε εφαρμογές τύπου τικ τοκ και να καταρρέουν συναισθηματικά επειδή κάποιος μπέρδεψε τα pronouns τους ή να υπερηφανεύονται ότι είναι (ακόμα και αν δεν είναι) στο φάσμα του αυτισμού ή οριακοί ή διπολικοί ή άντρες τη μία μέρα, γυναίκες την άλλη μέρα και μη δυαδικά άτομα (non binary) την επόμενη μέρα, τι είδους φαινόμενο είναι και πόσο αντανακλά άραγε μια γενικευμένη αστάθεια στα συναισθήματα και στην αντίληψη του εαυτού;

Ένα ακόμα διαδεδομένο φαινόμενο της εποχής είναι φυσικά η ακραία ιδεολογική πόλωση σχεδόν επί παντός του επιστητού. Μεταξύ, για παράδειγμα, εκείνων που ανησυχούν για το μέλλον του πλανήτη και εκείνων που αμφισβητούν την κλιματική αλλαγή ή μεταξύ εκείνων που αντιλαμβάνονται την υποχρεωτικότητα ιατρικών παρεμβάσεων ως πράξη αλληλεγγύης και εκείνων που την αντιλαμβάνονται ως πράξη επιβολής ή μεταξύ των φεμινιστριών που υποστηρίζουν το βιολογικό φύλο και εκείνων που στηρίζουν τον τρανσφεμινισμό ή μεταξύ εκείνων που το βρίσκουν περίφημη ιδέα drag queens να διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά τους και εκείνων που δεν μπορούν καν να το διανοηθούν.

Γύρω από τα παραπάνω ζητήματα, παρατηρεί κανείς επιθετικές αντιπαραθέσεις (ψόφος, ψεκασμένοι, φασίστες, τέρφες), εκδηλώσεις έντονης συναισθηματικής φόρτισης (δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω από την ώρα που το άκουσα, τρέμω από τα νεύρα μου τώρα που γράφω), ηθικούς πανικούς (ρητορική μίσους το ότι κάποιος κάπου ανέφερε έναν μη πολιτικά ορθό όρο π.χ. για τις γυναίκες), προτεσταντικού τύπου ηθική (αναγνωρίζω ότι έχω υπάρξει σεξιστής ή ομοφοβικός στο παρελθόν και δεν αποκλείεται να συνεχίσω να το κάνω στο μέλλον, όμως πλέον αισθάνομαι ενοχή για αυτό) και όλα αυτά στο όνομα υποτίθεται του καλού, του ηθικού και του δίκαιου μέχρι όμως του σημείου που κάποιος διαφωνεί μαζί μας οπότε η ανωτερότητα και ανεκτικότητα πάνε περίπατο.

Τι είδους φαινόμενα λοιπόν είναι όλα αυτά; Είναι άραγε συμπεριφορές που εκδηλώνονται στα πλαίσια μια ατομικής “ναρκισσιστικής” παράστασης με στόχο την κοινωνική αποδοχή ή την κοινωνική διάκριση διαμέσου, λόγου χάρη, της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού θετικών αντιδράσεων (λάικ) ή σχολίων θαυμασμού και υποστήριξης; Σε ποιο βαθμό άραγε θα μπορούσαν να σχετίζονται με τη δυσκολία συγκρότησης μιας συνεκτικής ταυτότητας ή/και με την απουσία ικανών εργαλείων κατανόησης και αποδοχής της περιπλοκότητας με την οποία λειτουργεί ο κόσμος;

Ισχυρίζομαι ότι αυτά και άλλα παρόμοια φαινόμενα έχουν, πέραν όλων των άλλων, και μια “οριακή” χροιά, ότι εντάσσονται στο ρεπερτόριο της “οριακής” συμπεριφοράς και λειτουργίας καταδεικνύοντας μια “οριακή” σχέση με τον εαυτό, τους άλλους και τον κόσμο.

5. ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΙ ΨΥΧΙΣΜΟΙ

Οι σημερινοί άνθρωποι προσπαθούν να συγκροτήσουν ή διατηρήσουν την ταυτότητά τους μέσα σε θραύσματα και χαλάσματα ιδεολογιών και κοινωνικών δεσμών. Ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman αντιπαραβάλλοντας τις σύγχρονες κοινωνίες με τις περισσότερο “σταθερές” νεωτερικές κοινωνίες, κάνει λόγο για “ρευστότητα” εννοώντας ότι όλες οι εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου (από την ταυτότητα και τις σχέσεις μέχρι την οικονομία) είναι πλέον ρευστές, εύθραυστες, προσωρινές, ανολοκλήρωτες και συνεχώς μεταβαλλόμενες, ενώ η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα (Bauman, 2000).[8]

Το “feelings are facts”, η πεποίθηση δηλαδή ότι τα (υποκειμενικά) συναισθήματα εξισώνονται με αντικειμενικά γεγονότα (πεποίθηση με καταβολές σε μια κακώς εννοούμενη φαινομενολογία), όχι μόνο έχει υποκαταστήσει στη συνείδηση του σύγχρονου ατόμου την “πραγματικότητα”, αλλά έχει οδηγήσει σε πλήρη αποσύνδεση από την όποια “κοινή” και “αντικειμενική” (δηλαδή κοινωνική) πραγματικότητα. Με μια άλλη διατύπωση, το καρτεσιανό cogito ergo sum (I think therefore I am” όπως συνήθως μεταφράζεται στα αγγλικά) ως σύνοψη του ορθολογικού ανθρωπότυπου της νεωτερικής εποχής έχει αντικατασταθεί πλέον από το “I feel therefore I am” του μετανεωτερικού ατόμου. Και κάπως έτσι φτάνει, για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που αισθάνεται τον εαυτό του ως γυναίκα να βιώνει ακύρωση και βαθιά απογοήτευση επειδή οι περισσότεροι άλλοι άνθρωποι βασιζόμενοι στην κοινή (κοινωνική) γνώση και λογική τον αντιλαμβάνονται ως άντρα.

Προκειμένου να καταλάβουν τον εαυτό τους και τον κόσμο οι άνθρωποι σήμερα διαβάζουν πολλή “ψυχολογία” (εσχάτως και νευροψυχολογία). Είναι γεμάτοι από “ψυχολογία” αλλά άδειοι από “κοινωνία” και αυτό το κενό επιχειρούν να το καλύψουν με κατ’ επίφαση ριζοσπαστικές κοινωνικοπολιτικές ιδεολογίες – θρησκείες, όπως ο δικαιωματισμός και το wokism οι οποίες αναλαμβάνουν να πλαισιώσουν ιδεολογικά τα άτομα σε μια νέου τύπου μεταμοντέρνας κοπής αυτοαναφορική πολιτικοποίηση – αποπολιτικοποίηση, όπου η συζήτηση, λόγου χάρη, για την πάλη των τάξεων που αφορούσε συλλογικά υποκείμενα έχει αντικατασταθεί από έννοιες όπως η “διαθεματικότητα”.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Ο δικαιωματισμός, η κουλτούρα της αφύπνισης και η πολιτική ορθότητα ως βασική ιδεολογία διαμόρφωσης, πλαισίωσης και ηθικής νομιμοποίησης της νέας μορφής στην οποία μετασχηματίζεται ο καπιταλισμός σε αυτή την ιστορική του φάση, στο άρθρο:

Η Woke Κουλτούρα ως Κυρίαρχη Ιδεολογία της Μετα-ανθρώπινης Κοινωνίας

Στα γραφεία των ψυχολόγων οι άνθρωποι των 40-45 ετών και κάτω, μεγαλωμένοι με σχετικές ανέσεις μέσα στην κουλτούρα του ναρκισσισμού από “προοδευτικούς” αλλά απολίτικους (σε σχέση με την παραδοσιακή έννοια της πολιτικής) γονείς, αναφέρουν ως σύνηθες παράπονο μια αίσθηση κενού, αποσύνδεσης, κατακερματισμού και απουσίας νοήματος.

Γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία [9] [10] [11] ότι, οι “οριακοί” είναι άνθρωποι που δεν έχουν την εμπειρία να τους έχουν αποκριθεί ως ξεχωριστά πρόσωπα, που μεγάλωσαν χωρίς ξεκάθαρα όρια, που η εμπειρία τους συστηματικά αγνοούνταν ή γινόταν αντικείμενο κριτικής και παραβίασης έως το σημείο πολλές φορές της κακοποίησης και της συναισθηματικής παραμέλησης. Είναι άνθρωποι, επομένως, που δεν έχουν κατορθώσει να διαμορφώσουν μια αίσθηση εαυτού με όρια, συνοχή και προστασία ούτε έχουν μάθει να ακούνε ή να εμπιστεύονται την εμπειρία τους με αποτέλεσμα να αισθάνονται μόνιμα υπό απειλή καθώς δεν διαθέτουν κανένα αποτελεσματικό μέσο αξιολόγησης, νοηματοδότησης και ενσωμάτωσης νέων εμπειριών.

Πρόκειται θα λέγαμε για κάποιου είδους καθήλωση στην παιδικότητα, όπου κυριαρχεί αφενός η δυσκολία να κρατηθεί η εμπειρία σε ένα μεσαίο επίπεδο έντασης (το άτομο είτε κατακλύζεται από την εμπειρία είτε αποφεύγει να την αντιμετωπίσει) και αφετέρου η δυσκολία ενσωμάτωσης των αντιφάσεων του εαυτού και των άλλων με αποτέλεσμα τη σκέψη άσπρο-μαύρο και την ανάγκη για απόλυτες κατηγοριοποιήσεις (οι καλοί-οι κακοί), χαρακτηριστικά δηλαδή που παραπέμπουν σε μια “εύθραυστη” ψυχική λειτουργία (Warner, 2000) [12] ή με μια άλλη διατύπωση σε ανθρώπους – χιονονιφάδες.

ΣXETIKO ΘΕΜΑ

Η συνάντηση μιας θεραπεύτριας με μια “οριακή” θεραπευόμενη υπό το πρίσμα της προσωποκεντρικής προσέγγισης, στο άρθρο:

Μια Ψυχοθεραπευτική Προσέγγιση της Οριακής Διαταραχής Προσωπικότητας

6. ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ;

Που καταλήγουμε λοιπόν μετά από όλα αυτά;

Κατά τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται τεκμηρίωση η θέση ότι οι λεγόμενες “ψυχικές διαταραχές” ή, λιγότερο ειδικά, η κάθε είδους (ψυχική) δυσφορία συνδέεται ισχυρά με το άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον του ατόμου.

Με έναν αλληλοτροφοδοτούμενο τρόπο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε κοινωνίας έχουν αντίκτυπο στη νοητική και ψυχική λειτουργία των ανθρώπων, οι οποίοι διαμορφώνοντας την ταυτότητά τους μέσα στα υφιστάμενα δεδομένα επενεργούν με τη σειρά τους στις κοινωνικές διεργασίες.

Κατά τη μετάβαση στον ψηφιακό καπιταλισμό ή, κατά άλλους, στην 4η βιομηχανική επανάσταση και την είσοδο στην μεταμοντέρνα εποχή, συντελείται μια αλλαγή παραδείγματος που συνδέεται αναπόφευκτα με αλλαγές στην ταυτότητα, στον ανθρώπινο ψυχισμό και στο πάσχειν του υποκειμένου. Η υπόθεση της “οριακής” λειτουργίας έρχεται να συνδράμει στην κατανόηση της νέας ανθρώπινης κατάστασης εκεί όπου παλαιότερες εξηγητικές έννοιες όπως η αλλοτρίωση και η αποξένωση ίσως δεν επαρκούν πλέον.

Προς επίρρωση των παραπάνω, οι Ferraro et. al. στο άρθρο τους Postmodernity: clinical and social reflections about new forms of psychopathology ισχυρίζονται ότι οι αλλαγές που παρατηρούνται στη σύγχρονη εποχή στη συναισθηματική κατάσταση των ανθρώπων (αυξημένα επίπεδα δυσφορίας, ευερεθιστότητα, ανησυχία, νευρικότητα, ανία, αίσθηση κενού, ντροπή και λοιπά) αλλά και στη συμπεριφορά των ανθρώπων (μείωση της ικανότητας ελέγχου των παρορμήσεων, των διαπροσωπικών δεξιοτήτων, της αναστοχαστικής ικανότητας και λοιπά) είναι συγκεκριμένα παραδείγματα μιας μεταμοντέρνας ψυχοπαθολογίας, αλλά και σημαντικές ενδείξεις μιας μεγαλύτερης αλλαγής που περιλαμβάνει ολόκληρη την προσωπικότητα και υποδεικνύει μια στροφή προς μια λειτουργία σε “οριακό” επίπεδο. [13]

Κλείνοντας αυτό το εισαγωγικό μέρος της σειράς κειμένων με γενικό τίτλο Άνθρωποι και Κοινωνίες στα Πρόθυρα Οριακής Διαταραχής, θα ήθελα να προσκαλέσω τους συναδέλφους ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές και συμβούλους να προβληματιστούμε γύρω από το εξής ερώτημα: Μήπως είναι σκόπιμο, δεδομένου ότι συντελείται μπροστά μας μια αλλαγή κοσμοθεωρητικού παραδείγματος, να σταματήσουμε για λίγο ό,τι κάνουμε και να αναστοχαστούμε κριτικά σε ποια περίοδο αναπτύχθηκαν οι θεωρίες μας και τι είδους θεραπευόμενους έχουμε μπροστά μας σήμερα;

Για όσο διάστημα παραμένει αναπάντητο αυτό το ερώτημα, πολύ φοβάμαι ότι βαδίζουμε χωρίς να ξέρουμε από τι “πάσχει” ο σύγχρονος άνθρωπος ούτε τι είναι αυτό που “θεραπεύουμε” ούτε έχουμε τρόπο να κατανοήσουμε τις προκλήσεις του “θαυμαστού νέου κόσμου” κόσμου εντός του οποίου καλούμαστε όλοι να ζήσουμε. Κινδυνεύουμε μάλιστα με την αποδοχή και ενσυναίσθησή μας (που είμαι σίγουρη ότι όλοι και όλες διαθέτουμε) να ενισχύουμε “παθολογικές” καταστάσεις που θα “έπρεπε” να “θεραπεύουμε”. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι με τις μικρές δυνάμεις μας μπορούμε να είμαστε υπολογίσιμο μέρος της λύσης, αλλά τουλάχιστον ας μην είμαστε μέρος του προβλήματος.

Αυτή η θεώρηση του θεραπευτή ως κοινωνικού ακτιβιστή σημαίνει επίσης ότι οι επαγγελματίες πρέπει να στραφούν πιο συντονισμένα στις κοινωνικές συνθήκες απ' όπου πηγάζει ο ψυχικός πόνος. [...] Οι κοινωνικοί προβληματισμοί είχαν μεγάλη σημασία για τους πρώτους θεραπευτές όπως ο Freud, ο Fromm και η Horney. Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και σήμερα.

[Gergen, 2021:375] [14]

Στο δεύτερο μέρος...

…θα δούμε αναλυτικά τα ψυχοκοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του μεταμοντέρνου ανθρώπου, καθώς και το πώς ένας “οριακός τρόπος ύπαρξης”, μολονότι “παθολογικός” από νεωτερική άποψη, παραδόξως συντονίζεται και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις και απαιτήσεις της μετανεωτερικής κοινωνίας.

Σε επόμενα μέρη...

…θα δούμε μερικά από τα σημαντικότερα ζητήματα που σχετίζονται με την “οριακότητα” στη διαπλοκή τους με τη “μετανεωτερική συνείδηση”: τις εύθραυστες ταυτότητες και τη μεταφορά της χιονονιφάδας, τους εσωτερικούς και εξωτερικούς διχασμούς, την οργή και την αίσθηση αδικίας, τη συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου στο εδώ και τώρα, τη χρόνια αίσθηση κενού και την απουσία νοήματος.

Εγγραφή στο Newsletter

Κάντε εγγραφή για να λαμβάνετε όλα τα καινούργια άρθρα του Ψυχολογώ στο email σας.

Τα στοιχεία σας παραμένουν απόρρητα και εμπιστευτικά. Όροι Χρήσης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

[1] American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Washington, DC: Author.
[2] Η απόπειρα προσέγγισης της μεταμοντέρνας ανθρωπολογικής κατάστασης ως “οριακής” δεν είναι φυσικά πρωτότυπη, καθώς υπάρχουν ήδη πολυάριθμες και αξιόλογες προσπάθειες να καταδειχτεί η σύνδεση της “οριακής προσωπικότητας” με τη μετανεωτερικότητα. Δείτε ενδεικτικά εδώ, εδώ, εδώ, εδώ και εδώ.
[3] Λας, Κ. (2002). Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού. Αθήνα: Εκδ. Νησίδες.
[4] Μπαλαμπανίδης, Γ. (2022). Οι Ιδέες της Προόδου και της Συντήρησης. Αθήνα: ΠΟΛΙΣ .
[5] Λίποβατς, Θ. (2021). Κριτική του Μετανεωτερικού Λόγου. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ.
[6] Μελάς, Κ. & Παπαμιχαήλ, Γ. (2016). Το Ανυπόφορο Βουητό του Κενού: Όψεις της Μετανεωτερικότητας στην Ελληνική Κοινωνία. Αθήνα: Εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ.
[7] Μεταξόπουλος, Α. (2005). Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική. Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη.
[8] Bauman, Ζ. (2000). Liquid Modernity. UK: Polity Press.
[9] Bohart, A. C. (1990). A cognitive client-centered perspective on borderline personality development. In G. Lietaer, J. Rombauts & R. van Balen (Eds.), Client-Centered Psychotherapy in the Nineties. (599-621). Belgium: Leuven University Press.
[10] Lambers, E. (1994). Borderline personality disorder. In D. Mearns, Developing Person-Centred Counselling. (110-113). London: Sage Publication.
[11] Swildens, H. (1990). Client-centered psychotherapy for patients with borderline symptoms. In G. Lietaer, J. Rombauts & R. van Balen (Eds.), Client-Centered Psychotherapy in the Nineties. (623-635). Belgium: Leuven University Press.
[12] Warner, M. S. (2000). Client-centered therapy at the difficult edge: Work with fragile and dissociated process. In D. Mearns & B. Thorne (Eds.), Person-Centred Therapy Today: New Frontiers in Theory and Practice. (144-71). Thousand Oaks: Sage.
[13] Ferraro, A. M. et. al. (2016). Postmodernity: clinical and social reflections about new forms of psychopathology. Journal of Psychopathology, 22:229-235.
[14] Gergen, K. J. (2021). Η Σχεσιακή Ύπαρξη: Πέρα από τον Εαυτό και την Κοινότητα. Αθήνα: Πεδίο.

Αν είχε κάποιο νόημα για εσάς αυτό το άρθρο θα χαρώ να πάρετε μέρος στη συζήτηση.

Μοιραστείτε τις σκέψεις σας στο τέλος του άρθρου στα ήδη υπάρχοντα0σχόλια.
Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on email
Βιβή Φατούρου

Βιβή Φατούρου

Είμαι η Βιβή Φατούρου και στη δουλειά μου ως ψυχολόγος και σύμβουλος ψυχικής υγείας βοηθάω τους ανθρώπους να γίνουν όλα όσα μπορούν να γίνουν. Γράφω κείμενα γύρω από όλα τα ανθρώπινα με βάση τη δική μου κατανόηση για τη ζωή, τα οποία στέλνω με email σε όλα τα μέλη της κοινότητας του Ψυχολογώ: Εγγραφή.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Εγγραφή στο Newsletter

Μείνετε σε επαφή με το Ψυχολογώ για να λαμβάνεται στο email σας τα νέα άρθρα και να ενημερώνεστε πρώτοι για οτιδήποτε καινούργιο συμβαίνει στο blog.

Τα στοιχεία σας παραμένουν απόρρητα και εμπιστευτικά. Όροι Χρήσης.

No comment yet, add your voice below!


Προσθήκη σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Ψυχολογικές - Συμβουλευτικές Υπηρεσίες

Ενημερωθείτε για τις υπηρεσίες που προσφέρω και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύω.